Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

 



Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Τὸ Σάββατο τῆς 5ης (Ε΄) Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις

Τὴν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν.


   Κατὰ τὸ πέμπτο τοῦτο Σάββατο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ἑορτάζουμε, δηλαδή, κάμνουμε ἀνάμνηση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἕνα καιρὸ γιὰ τὴν ἑξῆς αἰτία:

   Ἐπὶ Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως τῶν Ρωμαίων, ὁ Χοσρόης ὁ βασιλιᾶς τῶν Περσῶν, βλέποντας πὼς ἡ δύναμη τῶν Ρωμαίων ταπεινώθηκε παντελῶς ἀπὸ τὶς τυραννίες καὶ ἀκαταστασίες τοῦ τυράννου Φωκᾶ, ἔστειλε ἕνα σατράπη του, ὀνομαζόμενον Σάρβανο, μὲ πάμπολλες χιλιάδες στρατευμάτων, γιὰ νὰ ὑποτάξει στὸ κράτος του ὅλη τὴν Ἀνατολή· ἐπειδὴ καὶ πρωτύτερα εἶχε φθείρει αὐτὸς ὁ Χοσρόης, ἕως καὶ ἑκατὸ χιλιάδες Χριστιανῶν, τοὺς ὁποίους οἱ χριστοκτόνοι Ἑβραῖοι τοὺς ἀγόραζαν καὶ τοὺς φόνευαν ἀνηλεῶς. Ὁ Σάρβαρος λοιπόν, ἀφοῦ κατέδραμε καὶ «κούρεψε» ὅλη τὴν Ἀνατολή, κατάντησε νὰ φθάσει ἕως καὶ σὲ αὐτὴ τὴν Χρυσούπολη, ποὺ κοινῶς ὀνομάζεται Σκούταρι. Τὸν ἴδιο καιρὸ καὶ ὁ Χάγανος ποὺ ἦταν ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων καὶ Βουλγάρων, διαλύοντας τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μὲ τοὺς Ρωμαίους (=ρωμιούς), παίρνοντας μαζί του μυριάριθμα στρατεύματα, ὅρμησε ἀπὸ τὰ δυτικὰ μέρη ἐναντίον τῆς Βασιλεύουσας τῶν πόλεων, βγάνοντας ἀπ᾿ τὸ μιαρὸ στόμα του λόγια βλάσφημα κατὰ τοῦ Θεοῦ. Κι᾿ ἔτσι λοιπόν, γέμισε πολὺ γρήγορα ἡ μὲν θάλασσα ἀπὸ πλοῖα, ἡ δὲ γῆ ἀπὸ πεζὰ καὶ ἱππικὰ στρατεύματα ἀναρίθμητα.

   Τότε ὁ Πατριάρχης Σέργιος δίδασκε τὸν λαὸ καὶ πολὺ τὸν ἐνθάρρυνε νὰ μὴν ἀπελπίζονται, ἀλλὰ ν᾿ ἀναφέρουν στὸν Θεὸ ἀπὸ ψυχῆς ὅλη τους τὴν ἐλπίδα, καὶ στὴν Μητέρα Του τὴν Πανάχραντη Θεοτόκο. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατρίκιος Βῶνος, ποὺ κυβερνοῦσε τότε τὴν Πόλη, ἀντικαθιστῶντας τὸν βασιλέα Ἡράκλειο ποὺ εἶχε ἐκστρατεύσει ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πρὸς τοὺς Πέρσες, ἑτοίμαζε ὅσο μποροῦσε ὅσα ἦσαν ἁρμόδια κι᾿ ἀπαραίτητα πρὸς ἀντίσταση καὶ ἀποτροπὴ τῶν πολεμίων, διότι ἀντάμα μὲ τὴν θεία βοήθεια πρέπει κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ μέρους μας νὰ ἐνεργοῦμε ὅσα μποροῦμε καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληρώνει ἡ θεία δύναμη. Ὁ Πατριάρχης λοιπόν, παίρνοντας στὰ χέρια του τὶς ἱερὲς Εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ τίμια καὶ ζωοποιὰ Ξύλα, καὶ ἀκόμα καὶ τὴν τιμία Ἐσθῆτα τῆς Θεομήτορος, τριγύριζε μ᾿ ὅλο τὸ πλῆθος τὸ τεῖχος ἄνωθεν, κάμνοντας μὲ τὸν τρόπο τοῦτο τὴν ἀσφάλεια αὐτῶν. Οἱ δύο λοιπὸν βάρβαροι, ὁ Σάρβαρος ἐξ Ἀνατολῶν καὶ ὁ Σκύθης Χάγανος ἐκ Δυσμῶν, ἄρχισαν νὰ κατακαίουν τὰ πέριξ τῆς Πόλεως. Κι᾿ ὁ Χάγανος διὰ ξηρᾶς πλησίασε στὰ τειχόκαστρα τῆς Πόλεως μ᾿ ἄπειρο πλῆθος, ὥστε, ὁ ἕνας Ρωμαῖος φανερὰ πολεμοῦσε μὲ δέκα Σκύθες. Ὅμως, ἡ ἄμαχος Δέσποινα μὲ κάποιους λίγους στρατιῶτες ποὺ βρέθηκαν στὸ ναό Της ποὺ ὀνομάζεται Πηγή, ἀφάνισε πάμπολυ πλῆθος ἐχθρῶν· κι᾿ ἀπὸ τοῦτο ἔλαβαν θάρρος οἱ Ρωμιοί, καὶ ἀνασκίρτησαν, κι᾿ ἀφοῦ πλέον εἶχαν στρατηγὸ ἀνίκητο τὴν Θεομήτορα, τοὺς νικοῦσαν εἰς τὸ ἑξῆς ἀκατάπαυστα. Ζήτησαν οἱ Πολῖτες εἰρήνη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, ἀλλὰ δὲν εἰσακούσθηκαν· μάλιστα ὁ ἄθεος Χάγανος τοὺς ἀποκρίθηκε: «Μὴν ἀπατᾶσθε στηριζόμενοι στὸ Θεό, στὸν ὁποῖο πιστεύετε, διότι, χωρὶς ἄλλο, αὔριο ἐγὼ θὰ κυριεύσω τὴν πόλη σας».

   Ἀκούγοντας αὐτὰ οἱ Πολῖτες, ὕψωσαν τὰ χέρια πρὸς τὸν Θεὸ κι᾿ ἀπὸ ἐκεῖ ζητοῦσαν βοήθεια ἐναντίον τῶν ὑπερήφανων καὶ ὑβριστῶν. Οἱ μὲν λοιπὸν βάρβαροι, ὁ Χάγανος καὶ ὁ Σάρβαρος, ἀφοῦ συμφώνησαν μεταξύ τους, πλησίασαν καὶ διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ θαλάσσης μὲ τὶς πολεμικές τους μηχανές, ἔχοντας ὅλως δι᾿ ὅλου τὴν προθυμία νὰ κυριεύσουν τὴν Κωνσταντινούπολη· ἀλλ᾿ ὅμως, τόσο νικήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ρωμιούς, ὁποὺ οἱ ζωντανοὶ δὲν ἦσαν ἀρκετοὶ νὰ καῖνε τοὺς πεθαμένους. Τὰ δὲ πλοῖα τους, ποὺ ἦταν γεμᾶτα ἀπὸ στρατιῶτες ὁπλῖτες, ἐρχόμενα ἀπὸ τὸν Κεράτιο κόλπο στὸν ἐν Βλαχέρναις ναὸ τῆς Θεοτόκου, ὅλα καταστράφηκαν καὶ πῆγαν στὴν ἀπώλεια ἀπὸ ἕνα φοβερὸ ἀνεμοστρόβιλο, ποὺ ξαφνικὰ ἔπεσε στὴν θάλασσα. Καὶ ἤτανε νὰ βλέπει κανεὶς ἕνα παράδοξο κατόρθωμα τῆς Πάναγνης Θεομήτορος: ὅτι ὅλους τοὺς ξέβρασε στὸ χεῖλος τῆς θάλασσας τοῦ ἐν Βλαχέρναις ναοῦ Της! Τότε καὶ ὁ λαός, βλέποντας τοῦτο, ἄνοιξαν τὸ γρηγορώτερο τὶς πύλες καὶ τοὺς σκότωσαν ὅλους, ἀκόμα καὶ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γυναῖκες ἀπέκτεισαν ἀνδρεία ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν. Οἱ δὲ ἀρχηγοὶ αὐτῶν, ὁ βάρβαρος Σάρβαρος καὶ ὁ ἄθεος Χάγανος, ἔφευγαν κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενοι τὸν ἀνέλπιστο ἀφανισμό τους. Ὁ θεοφιλής, ὅμως, λαὸς τῆς Πόλεως, ἀποδίδοντας τὴν νίκη στὴν Θεομήτορα, ὡσὰν σὲ στρατηγὸ ὑπέρμαχο καὶ ἀκαταμάχητο, ἐμελώδησαν πρὸς Αὐτὴν ὁλονύκτιο καὶ ἀκάθιστο ὕμνο, ἐπειδὴ γιὰ τὴν σωτηρία τους ἀγρύπνησε καὶ μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη τὸ κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἔστησε τρόπαιο.

   Ἀπὸ τότε λοιπόν, εἰς τὸ ἑξῆς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ παρέλαβε νὰ τελεῖ στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ αὐτὴ τὴν ἑορτὴ κατὰ τὸν καιρὸ τοῦτο, ποὺ ἔγινε τὸ παράδοξο κατόρθωμα τῆς νίκης, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνανεώνεται κατ᾿ ἔτος ἡ ἐνθύμηση τοῦ τόσο μεγάλου καὶ ὑπερφυοῦς θαύματος. Καὶ ὀνόμασαν ἐκεῖνον τὸν ὕμνο Ἀκάθιστο, ἐπειδὴ καὶ τὸ ἱερατεῖο ὅλο καὶ ὁ λαὸς ὅλος τῆς Πόλεως ὄρθιοι, χωρὶς νὰ καθίσουν ὁλότελα ὅλη τὴν νύκτα, τὸν ὕμνο ἐτέλεσαν. Ὕστερα δέ, ἀφοῦ πέρασαν τριανταέξι χρόνια, ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, οἱ Ἀγαρηνοὶ συγκέντρωσαν ἀναρίθμητα στρατεύματα καὶ ὅρμησαν πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ χρόνους ἑπτὰ τὴν εἶχαν περικλεισμένη, καὶ τότε παραχειμάζοντας στὰ μέρη τῆς Κυζίκου φόνευαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς γύρω Χριστιανοὺς καὶ πολλὰ ἄλλα κακὰ ἔκαμαν. Ἔπειτα ἀφοῦ εἶδαν ὅτι δὲν κατορθώνουν ἐκεῖνο ποὺ φαντάσθηκαν, δηλαδὴ νὰ κυριεύσουν τὴν Βασιλεύουσα, ἔφυγαν ἀπὸ κεῖ μὲ τὴν ἁρμάδα τους. Φτάνοντας, ὅμως, στὸ μέρος ποὺ ὀνομάζεται Σύλαιο ὅλοι καταποντίσθηκαν, ὅπως οἱ Φαραωνῖτες, στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας ἀπὸ τὴν θεία προστασία τῆς Πανάγνου καὶ Θεομήτορος.

   Ἀλλὰ καὶ τρίτη φορά, στὶς ἡμέρες Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, οἱ Ἀγαρηνοὶ πάλι, πλεῖστες μυριάδες ἀριθμούμενοι, ἀφοῦ πρῶτα ἀφάνισαν τὸ βασίλειο τῆς Περσίας, ἔπειτα τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Λιβύη ἐπόρθησαν, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς καὶ τοὺς Αἰθίοπες, καὶ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς Ἱσπανούς· ὕστερα ἐκστρατεύουν καὶ κατὰ τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔχοντας ἁρμάδα χίλια ὀκτακόσια πλοῖα. Τριγυρίσαντες λοιπὸν αὐτὴν μὲ περίβολο στρατευμάτων ἔστεκαν μὲ ἐλπίδες ὅτι εὐθὺς ἀμέσως, χωρὶς καμμία δυσκολία, ἔμελλε νὰ τὴν ἀναρπάσουν. Ὁ δὲ Πατριάρχης καὶ ὅλος ὁ θεοσεβὴς λαὸς τῆς Πόλεως, ἀφοῦ ἔλαβαν στὰ χέρια τὰ Τίμια Ξύλα καὶ τὴν σεβάσμια Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος Ὁδηγήτριας, περικύκλωναν τὸ κάστρο μετὰ δακρύων ἐξιλεούμενοι τὸν Θεό. Οἱ Ἀγαρηνοὶ ὅμως, διαιρέθηκαν σὲ δύο μέρη, καὶ τὸ μὲν ἕνα μέρος στράτευσε κατὰ τῶν Βουλγάρων, καὶ κεῖ ἔπεσαν καὶ καταστράφηκαν πολλὲς μυριάδες· τὸ δὲ ἄλλο μέρος ἔμεινε γιὰ νὰ σκλαβώσει τὴν Πόλη. Δὲν μπόρεσαν ὅμως τὰ πλοῖα τους νὰ σιμώσουν στὰ τείχη τῆς Πόλεως, ἐπειδὴ ἐμποδίζονταν ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα, ποὺ βαστᾶ ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ ὣς στὰ τειχόκαστρα, κι᾿ ἔτσι γύρισαν πρὸς τὸ λεγόμενο Σωσθένιο, καὶ κεῖ πάμπολλα ἀπ᾿ αὐτὰ διερράγησαν κι᾿ ἀφανίσθηκαν ἀπὸ ἄνεμο Βόρειο, ποὺ ἔπνευσε ὁρμητικώτατα. Καὶ οἱ ὑπόλοιποι, σὲ τόση πολλὴ καὶ σφοδρὴ πεῖνα κατάντησαν, ποὺ καὶ ἀνθρώπινα κρέατα ἔφαγαν, καὶ κοπριὲς ζώων ζύμωναν κι᾿ ἔτρωγαν.

   Ἔπειτα, φεύγοντας κακὴν κακῶς ἀπὸ κεῖ καὶ βγαίνοντας στὸ Αἰγαῖο πέλαγος, ποὺ κοινῶς λέγεται Ἀρχιπέλαγος, ἐκεῖ καταποντίσθηκαν ὅλα μὲ ὅλους ἀπὸ μιὰ χάλαζα ποὺ ἔπεσε οὐρανόθεν πολὺ ραγδαία, καὶ ἀφοῦ ἔκαμε ἕνα μεγάλο βρασμὸ στὴν θάλασσα διέλυσε καὶ τὴν πίσσα τῶν πλοίων. Καὶ μὲ τέτοιο τέλος χάθηκε ὅλος ὁ ἀπειροπληθὴς ἐκεῖνος στόλος, καὶ μόνο τρεῖς ἔμειναν, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ δώσουν στοὺς δικούς τους τὴν ὀλεθριώτατη ἐκείνη εἴδηση. Γιὰ τοῦτα λοιπὸν ὅλα τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα τῆς Πανάγνου καὶ Θεομήτορος ἐπιτελοῦμε τὴν παροῦσα ἑορτή. Ἀκάθιστος δὲ καθὼς εἴπαμε ὀνομάσθηκε ὁ Ὕμνος, γιατὶ τότε ὅλοι ὄρθιοι ἔψαλλαν αὐτόν. Ὀνομάζεται Ἀκάθιστος καὶ κατ᾿ ἄλλον τρόπο, διότι στοὺς ἄλλους οἴκους τῶν ἑορτῶν συνηθίζουμε νὰ καθόμαστε, ἐνῶ σὲ τούτους τῆς Θεομήτορος, ὄρθιοι καὶ μετὰ πάσης εὐλαβείας ἀκούουμε.


Ταῖς τῆς Σῆς Μητρός, τῆς Ὑπερμάχου τε καὶ Ἀπροσμάχου πρεσβείαις, Χριστὲ  ὁ Θεός, τῶν ἐπικειμένων καὶ ἡμᾶς ἀπάλλαξον συμφορῶν, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος φιλάνθρωπος. Ἀμήν!


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 420-424. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).