Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Πέμπτη

 



Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Πέμπτη


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Νίπτει μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,

οὗ ποὺς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.

 

Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· πάσχα γὰρ νόμου φέρει

καὶ πάσχα καινόν, αἷμα, σῶμα Δεσπότου.

 

Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,

Χριστέ, προσώπου· παραιτούμενος δῆθεν

θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.

 

Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων, λαοπλάνοι,

πρὸς τὸν θανεῖν πρόθυμον εἰς κόσμου λύτρον;


   Τέσσερα γεγονότα μᾶς παρέδωκαν οἱ θεῖοι Πατέρες νὰ ἑορτάζουμε σὲ αὐτὴ τὴν ἁγία ἡμέρα τῆς μεγάλης Πέμπτης· ἀπὸ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Εὐαγγελίων αὐτὰ παραλάβαμε: πρῶτον τὸν ἱερὸ Νιπτῆρα· δεύτερον τὸν μυστικὸ δεῖπνο, δηλαδὴ τὴν παράδοση τῶν φρικτῶν Μυστηρίων· τρίτον τὴν ὑπερφυᾶ προσευχή· καὶ τέταρτον αὐτὴν τὴν προδοσία. Ἐπειδὴ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα ἔμελλε νὰ γίνει κατὰ τὴν Παρασκευὴ καὶ σὲ αὐτὴ τὴν Παρασκευὴ ἔμελλε νὰ ἀκολουθήσει στὸν παλαιὸ τύπο ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἔμελλε νὰ θυσιασθεῖ τὸ ἀληθινὸ Πάσχα, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖο προτύπωσε ὁ ὑπὸ τῶν Ἑβραίων κατ’ ἔτος θυσιαζόμενος ἀμνός, ὁ ὁποῖος λεγόταν Πάσχα. Γιὰ τοῦτο αὐτὸς προλαμβάνει καὶ παραδίδει τὰ θεῖα του Μυστήρια ἐπάνω στὸν δεῖπνο τῆς ἑσπέρας τῆς Πέμπτης ἡμέρας. Διότι λέγουν οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστὲς ὅτι ἐσθιόντων αὐτῶν, ἀφοῦ ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτο καὶ εὐλόγησε ἔκλασε (τεμάχισε) καὶ ἔδωσε στοὺς Μαθητές· καὶ εἶπε λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον, καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γὰρ τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς Διαθήκης, τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὁμοίως λέγει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος. Καὶ σημείωσαι, σὺ ἀναγνώστη, ὅτι ἄρτο λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ὄχι ἄζυμο, διότι τὴν μεγάλη Πέμπτη ἄζυμα δὲν ἦταν, ἐπειδὴ τὰ ἄζυμα ἀρχινοῦσαν μαζὶ μὲ τὸ Πάσχα, τὸ ὁποῖο, καθὼς εἴπαμε, ἔμελλε νὰ φαγωθεῖ τὴν Παρασκευὴ ἑσπέρας.

   Περὶ τοῦ ἱεροῦ νιπτῆρος ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διηγεῖται λέγοντας· εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ Πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει, ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια· καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. Ἔπειτα βάζει ὕδωρ στὸν νιπτῆρα αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ δεσπότης καὶ κύριος ὅλης τῆς κτίσεως μὲ τὰ ἴδια του χέρια. Ἔβαλε νερὸ στὴν λεκάνη καὶ γονατίζοντας ἐμπρὸς σὲ κάθε ἕνα του Μαθητὴ ἔπλυνε τὰ πόδια αὐτῶν, ἀκόμα καὶ τοῦ προδότου Ἰούδα, καὶ τοὺς σφούγγιζε. Φρῖξε ὦ ἄνθρωπε, νὰ βλέπεις τὸν πλάστη σου, τὸν διδάσκαλό σου γονατιστὸ μπροστά σου καὶ νὰ πλύνει τούς βρωμερούς πόδας σου. Καὶ βέβαια ἦταν τοῦτο ἔργο ποὺ καὶ τὸν προδότη ἦταν ἀρκετὸ νὰ κάμει νὰ ντραπεῖ, καὶ νὰ μεταγνωμίσει ἀπὸ τὸν διαβολικὸ λογισμὸ τῆς προδοσίας, καὶ τοὺς ἄλλους Μαθητὲς νὰ διδάξει, νὰ μὴ ζητοῦν πρωτεῖα, καθὼς καὶ φανερὰ καὶ ρητῶς περὶ τούτου τοὺς δίδαξε, ὕστερα ἀφοῦ τελείωσε τὸ νίψιμο. Γιατί, ὡς ἀτελεῖς ποὺ ἀκόμα τότε ἦταν, ἦλθαν καὶ στὴν μάταιη αὐτὴ συζήτηση ποιὸς τάχα ἐξ αὐτῶν νὰ ἦταν μεγαλύτερος.

   Τὸ ἔργο λοιπὸν ἐκεῖνο τοῦ νιπτῆρος στάθηκε παράδειγμα καὶ διδασκαλία ἄκρας ταπεινοφροσύνης ὄχι μόνο γιὰ τότε ἀλλὰ καὶ πάντοτε γιὰ ὅλους μας. Καὶ γιὰ τοῦτο καὶ οἱ θεῖοι Πατέρες παρέδωκαν σ’ ἐμᾶς νὰ κάνουμε μὲ ὅλη μας τὴν εὐλάβεια τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου νιπτῆρος τὴν ἐνθύμηση. Φαίνεται δὲ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ὅτι ἀφοῦ πρωτύτερα ἔνιψε κάποιον ἄλλο, ἦλθε καὶ στὸν Πέτρο. Ὁ δὲ ἄλλος ἐκεῖνος φαίνεται πιθανῶς πὼς ἦταν ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ὡς αὐθάδης καὶ προπέτης ἅρπαξε καὶ τὴν πρωτοκαθεδρία, καὶ ἀδιάντροπος ὄντας καὶ ἀναίσθητος δὲν τρόμαξε βλέποντας τὸν θεῖο διδάσκαλό του, ποὺ πῆγε νὰ τοῦ νίψει τὰ πόδια, ἀλλὰ μὲ τὴν συνηθισμένη του ἀδιακρισία δέχθηκε ἀπ’ τὸν διδάσκαλό του τὸ νίψιμο τῶν μιαρῶν του ποδιῶν. Λοιπὸν ἀπὸ ἐκεῖνον ἔρχεται πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο, ὁ ὁποῖος θερμὸς ὄντας στὴν ἀγάπη καὶ εὐλάβεια τοῦ διδασκάλου του σηκώθηκε στὰ πόδια ὁ μακάριος καὶ τί λέγει; Σὺ μοῦ νίπτεις τὰ πόδια; Σὺ ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος Σύ, τὸν ὁποῖο ἐγὼ ὁμολόγησα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος Σὺ λοιπὸν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ πλύνεις τὰ πόδια ἐμοῦ τοῦ εὐτελοῦς, ἐμοῦ τοῦ ρυπαροῦ, ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ; Οὐ μοῦ νίψῃς τοὺς πόδας εἰς τὸν αἰῶνα. Ἔτσι εἶπε ὁ μακάριος Πέτρος· ἀπὸ τὴν τρομάρα του ὅμως, ἀκούγοντας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ὅτι ἐὰν μὴ νίψω σε οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ, κυριεύθηκε ἀπὸ ἄλλο μεγαλύτερο φόβο καὶ ἀποκρίθηκε· Κύριε, καὶ παρὰ νὰ ξεπέσω ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, νὰ στερηθῶ τὴν γλυκυτάτη σου ὄψη, στέργω νὰ μοῦ νίψεις ὄχι μονάχα τὰ πόδια, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια καὶ τὴν κεφαλή.

   Λοιπόν, ἀφοῦ τελείωσε τῶν ποδιῶν τὸ νίψιμο καὶ φόρεσε ἀπ’ ἀρχῆς τὰ φορέματά του, κάθισε καὶ τοὺς δίδαξε λέγοντας· στοχασθήκατε τί ἔκαμα σ’ ἐσᾶς; Λοιπὸν λάβετε ἀπὸ ἐμένα τὸν διδάσκαλό σας παράδειγμα νὰ ταπεινώνεσθε πρὸς ἀλλήλους καὶ νὰ μὴ ζητᾶτε μεγαλεῖα καὶ πρωτεῖα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἴδια (γνωρίσματα) τῶν ἀπίστων καὶ ἐθνικῶν καὶ ὄχι ἐσᾶς τῶν δικῶν μου Μαθητῶν. Διηγοῦνται ἔπειτα οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστές, ὅτι ἀφοῦ δείπνησαν καὶ ἔκαμαν πρὸς τὸν Θεὸ τὸν δοτῆρα τῆς τροφῆς τὴν πρέπουσα εὐχαριστία, καθὼς πρέπει νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς, βγῆκαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ πῆγαν στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ὁ δὲ Ἰούδας, βγῆκε πρωτύτερα μὲ σκοπὸ νὰ τελειώσει τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωκε στοὺς Ἰουδαίους, δηλαδὴ νὰ παραδώσει σὲ αὐτοὺς τὸν Ἰησοῦ, ὅταν βρεῖ βολικὸ τὸν καιρό, γιὰ νὰ μὴν ἀκολουθήσει ἀπὸ τὸν ὄχλο καμμία σύγχυση. Ἐκεῖ βγαίνοντας τοὺς εἶπε ὅτι ἐκείνη τὴν νύκτα ἔμελλε νὰ σκανδαλισθοῦν πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἀρνηθοῦν· καὶ ὁ Πέτρος ἀποκρινόμενος μὲ τόλμη ἀσυλλόγιστη ἀποκρίθηκε· ὅτι καὶ ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἤθελαν νὰ τὸν ἀρνηθοῦν, ἐγώ, λέγει, οὐ μὴ σὲ ἀρνήσομαι. Καὶ ὁ Κύριος ξέροντας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τὴν ἀσθένεια τοῦ ἀποκρίθηκε· νὰ ξέρεις, Πέτρε, ὅτι αὐτὴ τὴν νύκτα, προτοῦ νὰ λαλήσει δεύτερον ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθεῖς τρεῖς φορές, καθὼς καὶ ἔγινε ὕστερα.

   Μετὰ ἀπὸ τοῦτο, πηγαίνοντας σ’ ἕνα τόπο τοῦ Ὄρους ποὺ ὀνομάζεται Γεθσημανῆ, ἔδωκε ἄδεια στὴν ἀνθρώπινη φύση του νὰ αἰσθανθεῖ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, καὶ συλλογιζόμενος πὼς ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ἔλαβε φόβο μέγα ὡς ἄνθρωπος. Καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἀληθινὰ καὶ ὄχι κατὰ φαντασία, -κατὰ τοὺς κακόφρονες αἱρετικούς-, ἦταν ἄνθρωπος, καὶ πρὸς τοὺς τρεῖς Μαθητές του, δηλαδὴ τὸν Πέτρο καὶ Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, φανέρωσε πὼς εἶχε μέγα ἀγῶνα. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶπε· ὅτι περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου, καὶ ξεμακραίνοντας ἀπ’ αὐτούς, σὰν μιᾶς πετριᾶς διάστημα, ἄρχισε νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν ἄναρχό του Πατέρα λέγοντας· Πάτερ μου, εἰ δυνατόν, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· ποτήριον ὀνομάζοντας τὸν σταυρικὸ θάνατο, ποὺ ἔμελλε νὰ λάβει. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἄλλος τρόπος δὲν ἦταν, γιὰ νὰ σωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γιὰ τὸν ὁποῖο σκοπὸ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἔλαβε, διὰ τοῦτο καὶ εὐθὺς ἔλεγε· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ὄχι καθὼς ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος θέλω καὶ ζητῶ νὰ ἀποφύγω τὸν θάνατο, ἀλλὰ καθὼς ἐσὺ Πάτερ θέλεις, καὶ σὲ τοῦτο μὲ προόρισες δηλαδὴ νὰ πάθω, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔπειτα λέγει ὅτι καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον, δηλαδὴ περισσότερο καὶ θερμότερα προσευχόταν τὸν λόγο αὐτὸν λέγοντας καὶ ἀποδίδοντας ὅλο τὸ πᾶν στὴν πατρικὴ ἀπόφαση μὲ αὐτὰ τὰ λόγια· Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθεῖν ἀπ’ ἐμοῦ, ἐὰν μὴ πίω αὐτό, γενηθήτω τὸ θέλημά σου.

   Ὑμνοῦμε λοιπὸν καὶ δοξολογοῦμε τὴν οἰκονομικὴ τούτη προσευχὴ τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὁποία ὡς ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὡς Θεὸς πρόσφερε στὸν ἄναρχο Πατέρα του, διότι ὡς Θεὸς δεχόταν μᾶλλον τῶν δούλων του τὶς προσευχὲς καὶ ὄχι νὰ προσεύχεται αὐτός· ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχὴ μαθαίνουμε πρῶτον πὼς στ’ ἀλήθεια ἦταν ἄνθρωπος καὶ ὄχι κατὰ φαντασία φάνηκε ἄνθρωπος, καθὼς οἱ παλαιοὶ αἱρετικοὶ ἐφλυάρησαν· ὅτι ὡς ἄνθρωπος ποὺ κινδύνευε σὲ θάνατο ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν δυνάμενο νὰ σώζει. Δεύτερον, μαθαίνουμε ἀπὸ αὐτή, ὡσὰν ἀπὸ πρωτότυπο παράδειγμα, ὅτι καὶ ἐμεῖς στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ μᾶς ἔρχονται πρέπει καὶ συμφέρει καὶ ἀνάγκη εἶναι νὰ προστρέχουμε στὸν Θεό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἐλπίζουμε τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν συμφορῶν μας, ἂν ἡ Θεία Του Πρόνοια κρίνει γιὰ συμφέρον τὴν ἀπαλλαγήΤρίτον, μᾶς διδάσκουν οἱ θεῖοι διδάσκαλοι ὅτι μὲ τὸν φόβο ἐκεῖνο καὶ τὴν πρὸς Θεὸ ἐκτενῆ προσευχὴ ἀπάτησε καὶ τὸν διάβολο, ὥστε νὰ τὸν θαρρεῖ (θεωρεῖ) ψιλὸ (ἁπλὸ) ἄνθρωπο, καὶ νὰ μὴν ἀντικόψει τοῦ θανάτου τὸ μυστήριο.

   Λέγει ἔπειτα, ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι γυρίζοντας ἀπὸ τὴν προσευχή του ὁ Χριστὸς βρῆκε τοὺς Μαθητὲς βυθισμένους στὸν ὕπνο καὶ μὲ ἡμερότητα τοὺς ἤλεγξε λέγοντας, μάλιστα πρὸς τὸν Πέτρο ἀπευθυνόμενος· καὶ τόσο δὲν μπορέσατε μία ὥρα ν’ ἀγρυπνήσετε μαζὶ μὲ ἐμένα; Δηλαδὴ σὺ Πέτρε, ποὺ καυχήθηκες ν’ ἀγωνισθεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ μέχρι θανάτου, κοιμᾶσαι τόσο πολὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους; Διότι προηγουμένως τοὺς εἶχε πεῖ: σταθῆτε ἐδῶ καὶ γρηγορεῖτε μετ’ ἐμοῦ· διὰ τοῦτο καὶ τοὺς λέγει: οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ; Τελειώνοντας τὴν προσευχὴ διέβη πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦταν κῆπος, καὶ ἐκεῖ στάθηκε μετὰ τῶν Μαθητῶν του, προσμένοντας τρόπον τινά τὸν προδότη, καθὼς καὶ τὸ προεῖπε· ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με.

   Ἤξερε καὶ ὁ Ἰούδας ὅτι συνήθιζε νὰ πηγαίνει σ’ ἐκεῖνο τὸν τόπο· ἔτσι λοιπόν, παίρνοντας μερικοὺς στρατιῶτες καὶ ὑπηρέτες ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους καὶ ἄλλον ὄχλο πολὺ ἔφθασε ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων· κι’ ἐπειδὴ δὲν τὸν γνώριζαν τοὺς ἔδωσε ὁ κατάρατος σημεῖο, λέγοντας· ὅποιον ἐγὼ φιλήσω, ἐκεῖνος εἶναι ὁ ζητούμενος καὶ πιάσετέ τον. Ὁ δὲ Χριστὸς τοὺς εἶπε· ὡς ἐπὶ ληστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με; Ἐγὼ παρρησίᾳ ἐδίδασκον ἐν τῷ Ἱερῷ καὶ ἐν ταῖς Συναγωγαῖς καὶ δὲν μὲ πιάσατε, καὶ τώρα ἤλθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων νὰ μὲ πιάσετε ὡς ληστή; Τότε ὁ Πέτρος θερμότερος ὄντας, ἐπειδὴ ἔλαχε νὰ βαστᾶ μάχαιρα, τὴν τράβηξε καὶ ἔκοψε μ’ ἐκείνη τὸ αὐτὶ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δούλους τοῦ Ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μάλχος· τὸ ὁποῖο ὁ ἀνεξίκακος Ἰησοῦς εὐθὺς γιάτρευσε ἐπιπλήττοντας καὶ τὸν Πέτρο, ὅτι δὲν τὸ ἔκαμε καλὰ ὄντας ἄνθρωπος πνευματικὸς νὰ μεταχειρίζεται μάχαιρα. Καὶ πῆγαν σὲ καιρὸ νυκτός, γιατὶ ἐφοβοῦντο νὰ μὴ γίνει καμμία ἐπανάσταση ἀπὸ τὸν κοινὸ λαό. Κράτησαν λοιπὸν τὸν Ἰησοῦ οἱ δήμιοι καὶ τὸν ἔφεραν δεμένον στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος ἦταν πεθερὸς τοῦ Καϊάφα· διότι ἐκεῖ εἶχαν συναχθεῖ, ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν τὸν κατὰ τοῦ Χριστοῦ φόνο, δηλαδὴ καὶ Ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαῖοι καὶ Γραμματεῖς.

   Κι ἐδῶ συνέβη τὸ τοῦ μακαρίου Πέτρου ναυάγιο, διότι κατὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἀφοῦ ρωτήθηκε τρεῖς φορές, ἂν εἶναι καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν συντροφιὰ τοῦ Ἰησοῦ, ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς μετὰ ἀναθέματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅτι οὐκ οἶδε τὸν ἄνθρωπον κ’ εὐθὺς ποὺ τελείωσε τὴν τρίτη ἄρνηση ἰδοὺ καὶ φώναξε ὁ πετεινός· καὶ ὁ Πέτρος ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ πετεινοῦ καὶ ἐνθυμούμενος τοῦ Διδασκάλου τὴν προφητεία ἐξελθὼν ἔξω ἐκείνης τῆς μιαρᾶς αὐλῆς ἔκλαυσε πικρῶς. Κι ἀπ’ ἐκεῖ, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Ἄννα, τὸν φέρνουν ἔτσι κατάδικο στὸν Ἀρχιερέα Καϊάφα, καὶ ἐδῶ λαμβάνει ἐμπτυσμοὺς καὶ  κολαφισμοὺς καὶ ψευδομάρτυρες ζητοῦνται γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὕστερα, ἀφοῦ ἔγινε ἡμέρα, φέρεται ἀπὸ τοῦ Καϊάφα στὸν Πιλᾶτο· καὶ αὐτοί, λέγει, ποὺ τὸν πῆγαν, οἱ παρανομώτατοι καὶ παντελῶς ἀκάθαρτοι, οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, γιὰ νὰ μὴ μιανθοῦν, ἀλλὰ νὰ φάγουν καθαροὶ οἱ φονιάδες τὸ Πάσχα ὥστε καὶ ἀπ’ τὸν λόγο τοῦτον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου συμπεραίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν χρόνο ἐκεῖνο οὔτε ἔκαμε οὔτε ἔφαγε τὸ Πάσχα τὸ νομικό, καθὼς ὄχι ὀρθῶς τοῦτο λέγουν κάποιοι.

   Διὰ ταῦτα λοιπόν, παρελάβαμε νὰ ἑορτάζουμε πάντοτε τὰ φοβερὰ καὶ ἄρρητα ἔργα τοῦ Σωτῆρος μας, τοῦ ὁποίου καὶ δεόμενοι λέγουμε·

Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς ὡς φιλάνθρωπος. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 445-451. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευὴ καὶ ἔντονα στοιχεῖαὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

τε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο· καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν Δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν, τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἁγαθός, Κύριε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν…

 

Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον· καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.