Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη

 



Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Γυνὴ βαλοῦσα σώματι Χριστοῦ μύρον,

τὴν Νικοδήμου προὔλαβε σμυρναλόην.


   Τρεῖς γυναῖκες βρίσκουμε στὰ ἅγια Εὐαγγέλια ποὺ ἄλειψαν τὸν Κύριο μὲ μύρο· μία εἶναι ἐκείνη περὶ τῆς ὁποίας λέγουν οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Μᾶρκος· δεύτερη εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης· καὶ οἱ δύο ἐκεῖνες, καθὼς φαίνεται, ἦσαν τίμιες καὶ σεμνές, διότι γιὰ ἐκείνη ποὺ γράφουν ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Μᾶρκος πόρνης ὄνομα δὲν ἀκούγεται· ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία λέγει ὁ θεῖος Ἰωάννης ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, τὴν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὴν ἀγαποῦσε ἐπειδὴ ἦταν τιμημένη καὶ σεμνή. Ἡ τρίτη ποὺ ἄλειψε τὸν Κύριο μὲ μύρο ἦταν πόρνη, καθὼς τὸ λέγει ρητῶς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, τέτοιας λογῆς, διότι ρώτησε κάποιος τῶν Φαρισαίων γιὰ νὰ φάγει μετ’ αὐτοῦ, καὶ εἰσελθὼν στὴν οἰκία τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη· καὶ ἰδοὺ γυναῖκα στὴν πόλη, ἡ ὁποία ἦταν ἁμαρτωλός, καὶ τὰ ἑξῆς· ἁμαρτωλός, δηλαδὴ πόρνη.

   Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς γυναῖκες, κατὰ διαφόρους καιροὺς ἔφεραν τὸ μύρο. Ἡ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, κατὰ τὰ μέσα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδή, ἀφοῦ τελείωσε τῆς γυναῖκας τὴν διήγηση, ἀκολουθεῖ λέγοντας· καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθ’ ἑξῆς καὶ αὐτὸς διώδευε κατὰ πόλιν καὶ κώμην κηρύσσων καὶ εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ τοῦ Ἰωάννου, δηλαδὴ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα· ἐκείνη δέ, γιὰ τὴν ὁποία λέγουν οἱ δύο, ὁ ἱερὸς Ματθαῖος καὶ ὁ Μᾶρκος, πρὸ δύο ἡμερῶν. Διότι λέγει ὁ ἱερὸς Μᾶρκος ἦν δὲ τὸ Πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου, νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεε αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς. Ὁ δὲ ἱερὸς Ματθαῖος λέγει ὅτι ἀφοῦ τελείωσε ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους εἶπε στοὺς Μαθητές Του· οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ Πάσχα γίνεται. Ἔπειτα λέγει κατωτέρω· τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ, καὶ τὰ ἑξῆς. Λοιπόν, ὅσο ἀπὸ τοὺς διαφόρους καιρούς, τρεῖς βρίσκουμε τὶς γυναῖκες, ποὺ ἄλειψαν τὸν Κύριο μὲ μύρο, καὶ μία μόνη πόρνη, ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.

   Οἱ ἀρχαιότατοι λοιπὸν θεῖοι Πατέρες, ποὺ μοίρασαν τὰ Εὐαγγέλια σὲ ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ χρόνου, καθὼς δηλαδὴ παρέλαβαν παρὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν κηρύκων τῆς Πίστεως, ἐκεῖνοι διόρισαν νὰ ἀναγινώσκεται καὶ σήμερα στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διηγεῖται περὶ τῆς γυναῖκας τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριο μὲ μύρο· καὶ ἀναγινώσκεται λοιπὸν κατ’ ἔτος ἡ περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου. Διόρισαν δὲ νὰ ἀναγινώσκεται τὸ διήγημα τῆς μυραλειψάσης τὸν Κύριο, διότι γιὰ τοῦτο καὶ τὸ ἔγραψε ὁ Εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ λαλεῖται σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἡ εὐσέβεια τῆς γυναῖκας ἐκείνης, καθὼς ὁ ἴδιος Ἰησοῦς Χριστὸς προφητικῶς ἀποφάσισε. Γιατὶ λέγει ὁ θεῖος Εὐαγγελιστὴς ὅτι βλέποντας οἱ Μαθητές, πὼς χύθηκε στὴν γῆ ἕνα τόσο πολύτιμο μύρο, ἀγανάκτησαν καὶ εἶπαν· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; Τοῦτο τὸ μύρο μποροῦσε νὰ πωληθεῖ μὲ πολλὴ τιμὴ καὶ νὰ δοθεῖ στοὺς πτωχούς. Ἔπειτα λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπολογούμενος ὑπὲρ τῆς γυναῖκας εἶπε ὅτι ἡ μυραλειψία ἐκείνη ἀπέβλεπε στὸν ἐνταφιασμό Του, καὶ τελευταῖο ἀποφάσισε λέγοντας ἔτσι· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἂν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς». Ἔτσι ἀποφάσισε ὁ Δεσπότης Χριστὸς καὶ ἔτσι γίνεται καὶ λαλεῖται πανταχοῦ ἡ φιλοθεΐα ἐκείνης τῆς καλῆς γυναῖκας. Ἀλλά, καθὼς προεῖπα, ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν φαίνεται νὰ ἦταν ἁμαρτωλός, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται στὴν λειτουργία τῆς Μεγάλης Τετάρτης.

   Λοιπόν, ἀκολουθεῖ μία ἀπορία, πῶς καὶ πόθεν τὰ τροπάρια καὶ ὅλη σχεδὸν ἡ ἀκολουθία ἄνω καὶ κάτω τὸ ὄνομα κροτοῦν τῆς πόρνης; Ἀλλά, καθὼς προεῖπα, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἱεροῦ Ματθαίου, ποὺ δὲν ἀναφέρει πόρνης ἢ ἁμαρτωλοῦ ὄνομα, οἱ ἀρχαιότατοι Πατέρες διόρισαν νὰ ἀναγινώσκεται στὴν λειτουργία, γιὰ νὰ λαλεῖται σὲ ὅλο τὸν κόσμο, κατὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Κυρίου, τὸ θεάρεστο ἔργο ἐκείνης τῆς φιλοθέου γυναῖκας. Ἀλλ’ οἱ μεταγενέστεροι θεῖοι Πατέρες, ποὺ ἔλαμψαν στοὺς κάτω χρόνους, δηλαδὴ στοὺς ὀκτακόσιους ἀπὸ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔβαλαν στὴν Ἐκκλησία τὰ ἱερὰ αὐτὰ ἄσματα ποὺ ψάλλουμε σήμερα, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μάλιστα ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς, ὁ πνευματικὸς ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὴν Ἁγία Ἑβδομάδα στόλισε μὲ τὰ ἱερά του μελῳδήματα· αὐτοί, λέγω, οἱ ἱεροὶ μελῳδοὶ θέλησαν νὰ μεταχειρισθοῦν στὰ τροπάριά τους ἐκείνη τὴν ἁμαρτωλὸ, γιὰ τὴν ὁποία διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὡς φαίνεται διατὶ δίδει περισσότερη ὕλη καὶ εὐρυχωρία στὰ νοήματα τῶν ἱερῶν ἀσμάτων, ποὺ νὰ προξενοῦν στὶς ψυχὲς τῶν ἀκουόντων περισσότερη κατάνυξη καὶ ὠφέλεια.

   Καὶ βέβαια τούτη πρέπει νὰ εἶναι ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἀφῆκαν ἐκείνη τὴν τοῦ ἱεροῦ Ματθαίου καὶ ἔλαβαν ὡς ὑπόθεση τὴν τοῦ Λουκᾶ, ἐπάνω στὴν ὁποία κάνουν διάφορες προσωποποιΐες καὶ διάφορα σχήματα, τὰ ὁποῖα προξενοῦν πολλὴ κατάνυξη, καθὼς εἶναι μάλιστα ἐκεῖνο ποὺ λέγει· Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνὴ καὶ τὰ λοιπά. Πιστικὸ δὲ καὶ πολύτιμο ὀνόμασαν τὸ μύρο ἐκεῖνο οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστὲς ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Μᾶρκος, ἴσως λέγοντες τὸ ἄδολο καὶ ἄκρατο καὶ καταπεπιστευμένο σὲ καθαρότητα. Ἐνδέχεται νὰ ἦταν τοῦτο τὸ πιστικὸ καὶ ὀνομασία τοῦ ἀρίστου καὶ πρώτου μύρου. Λέγει δὲ ὁ Ἱερὸς Μᾶρκος ὅτι τάχα ἀπὸ τὴν πολλή της σπουδὴ ἡ γυναῖκα σύντριψε καὶ τὸ ἀγγεῖο ἐπειδὴ ἦταν στενόστομο καὶ εὔκολα δὲν ἄδειαζε· καὶ ἀλάβαστρο ὀνομάζει τὸ ἀγγεῖο ἐκεῖνο τοῦ μύρου, τὸ ὁποῖο εἶναι γυάλινο καὶ ὀνομάζεται ἔτσι ἀλάβαστρο, γιατὶ δὲν ἔχει λαβή. Ἦταν δέ, καθὼς λέγουν, τὸ μύρο ἐκεῖνο σύνθετο, δηλαδὴ κατασκευασμένο καὶ ἀπὸ ἄλλα μὲν πολλὰ εἴδη, μάλιστα δὲ ἀπὸ ἄνθος σμύρνης, ἀπὸ κιννάμωμο εὐῶδες, ἀπὸ ἴρι, ἀπὸ κάλαμο ἀρωματικὸ καὶ ἀπὸ ἔλαιο.


Ἀλλ ’ ὁ τῷ νοητῷ μύρῳ χρισθείς, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν ἐπιρρύτων παθῶν ἐλευθέρωσον, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος Ἅγιος καὶ φιλάνθρωπος. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 441-444. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευήὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

δοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἴνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῆς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ…

 

πὲρ τὴν πόρνην ἀγαθὲ ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα, ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχῃς, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ· Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ρῦσαί με.