Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

«Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον…»




«Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον…»

(ΜΕΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ)


Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου*


Δόξα Πατρί… Καὶ νῦν…
Ἦχος πλ. α΄.

   Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ’ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι’ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.


Ἑρμηνεία:

   ταν ὁ Ἰωσήφ, μαζὶ μὲ τὸν Νικόδημο, κατέβασε ἀπὸ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Ἐσένα, ποὺ φορεῖς τὸ φῶς σὰν ἔνδυμα, καὶ Σὲ εἶδε νεκρό, γυμνό, ἄταφο, ἄρχισε θρῆνο γεμᾶτο ἀπὸ πόνο καὶ κλαίγοντας ἔλεγε: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ ἥλιος, ἐπειδὴ Σὲ εἶδε κρεμασμένο ἐπάνω στὸν Σταυρό, (ἔχασε τὸ φῶς του καὶ) ντύθηκε σκοτάδι βαθὺ καὶ ἡ γῆ σειόταν ἀπὸ τρόμο καὶ τὸ παραπέτασμα τοῦ Ναοῦ (ποὺ χώριζε τὰ ἅγια ἀπὸ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων) σχιζόταν στὰ δύο. Ἀλλ’ ἰδοὺ τώρα ἐγὼ βλέπω ὅτι Σὺ δέχθηκες νὰ ὑποστεῖς τὸν θάνατο μὲ τὴν θέλησή Σου, χάριν ἐμοῦ. Μὲ ποιὸ θάρρος θὰ κηδεύσω, Θεέ μου, Ἐσένα (τὸν ἀπαθῆ καὶ ἀθάνατο); Καὶ μὲ ποιὰ τόλμη θὰ περιτυλίξω μὲ σινδόνες Σὲ (τὸν Ὁποῖο δὲν χωρεῖ τὸ σύμπαν); Καὶ πῶς ν’ ἀγγίξω τὸ πάναγνο Σῶμά Σου μὲ τὰ (μολυσμένα) χέρια μου; Ἢ ποιὰ θρηνώδη ἄσματα νὰ ψάλω κατὰ τὴν ἐκφορά Σου, ὦ εὔσπλαγχνε Κύριε; Δοξολογῶ τὰ Πάθη Σου, ἐγκωμιάζω μὲ ὕμνους καὶ τὴν ταφή Σου, μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Σου, καὶ κραυγάζω: Κύριε, δόξα Σοι!


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ μετὰ ἑρμηνείας», Ε΄ ἔκδοση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1988, σελ. 520, 521. (Μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ ἐπιμέλεια, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)