Τρίτη 19 Απριλίου 2022

«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»




«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»

(ΜΕΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ)


Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου*


Δόξα Πατρί… Καὶ νῦν…
Ἦχος πλ. δ΄.

(Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς)

   Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις, ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.


Ἑρμηνεία:

   Κύριε, ἡ γυναῖκα, ἡ ὁποία περιέπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες, ἐπειδὴ ἐνόησε, ὅτι εἶσαι Θεὸς (ἐνανθρωπήσας), ἀναλαμβάνει ἔργο μυροφόρου καὶ θρηνωδοῦσα φέρνει σὲ Σένα μύρα γιὰ νὰ Σὲ ἀλείψει πρὶν ἀκόμη (πεθάνεις καὶ) ἐνταφιασθεῖς. Καὶ λέγει: Ἀλλοίμονο σὲ μένα! διότι ἐγὼ ζῶ μέσα σὲ μία νύκτα, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ πυκνὸ σκοτάδι καὶ δὲν φωτίζεται οὔτε ἀπὸ ἀμυδρὸ φῶς, ὅπως εἶναι τὸ φῶς τῆς σελήνης· τρέχω πρὸς τὴν σαρκικὴ ἡδονὴ ἀσυγκράτητη, ὅπως τρέχουν τὰ ζῶα ὅταν τὰ κεντήσει ἀλογόμυγα· ζῶ κυριευμένη ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ Σύ, ποὺ ὑψώνεις τὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης, μεταβάλλοντας αὐτὰ σὲ νεφέλες, δέξαι τῶν δακρύων μου τὸ ἀκατάσχετο ρεῦμα. Λύγισε (καὶ χαμήλωσε ἀπὸ τὸ ἄπειρο ὕψος Σου) πρὸς ἐμένα, ποὺ Σὲ ἱκετεύω μὲ τοὺς στεναγμοὺς τῆς (μετανοούσης) καρδιᾶς μου, Σύ, ὁ Ὁποῖος, μὲ τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἀπερίγραπτη ἐνανθρώπησή Σου, χαμήλωσες τοὺς οὐρανοὺς (καὶ κατῆλθες στὴν γῆ). Θὰ φιλήσω μὲ συνεχῆ καὶ ἀκατάπαυστα φιλήματα τὰ ἀμόλυντά Σου πόδια καὶ πάλι (βρέχουσα αὐτὰ μὲ τὰ δάκρυά μου), θὰ τὰ σπογγίσω μὲ τὶς πλεξίδες τῆς κεφαλῆς μου· αὐτὰ τὰ πόδια τῶν ὁποίων τὸν βροντώδη ἦχο (ἀπὸ τὸ βάδισμά Σου) ὅταν ἄκουσε μέσα στὸν Παράδεισο ἡ Εὔα, ἐκεῖνο τὸ δειλινὸ (τῆς ἡμέρας τῆς παραβάσεως), φοβήθηκε καὶ ἀπὸ τὸν φόβο της κρύφτηκε. Τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπύθμενα βάθη τῶν κρίσεών Σου καὶ τῶν βουλῶν Σου (δηλαδὴ τοὺς μυστηριώδεις καὶ ἀπερινόητους τρόπους ποὺ χρησιμοποιεῖς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων), ποιός θὰ δυνηθεῖ νὰ ἐξερευνήσει, ὦ ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Ὦ Σὺ ποὺ ἔχεις ἄπειρη τὴν εὐσπλαγχνία, μὴ παραβλέψεις ἐμένα, τὴν δική Σου δούλη!


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ μετὰ ἑρμηνείας», Ε΄ ἔκδοση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1988, σελ. 164-167. (Μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ ἐπιμέλεια, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)