Ποτὲ δὲν μάλωσαν…
Δύο
γέροντες μοναχοὶ ζοῦσαν μαζὶ πολλὰ χρόνια, καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν.
Εἶπε λοιπὸν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
– Ἂς
μαλώσουμε κι ἐμεῖς μιὰ φορά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.
– Μὰ δὲν ξέρω πῶς γίνεται τὸ μάλωμα, ἀπάντησε ὁ ἄλλος.
– Νά, εἶπε ὁ πρῶτος·
θὰ βάλω μιὰ μικρὴ πλίθα στὴν μέση, καὶ θὰ λέω πὼς εἶναι δική μου. Ἐσὺ πάλι θὰ λὲς
ὅτι δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ δική σου. Καὶ ἔτσι θὰ γίνει ἡ ἀρχή.
Ἔβαλε λοιπὸν στὴν μέση τὴν πλίθα καὶ εἶπε στὸν
ἄλλον:
– Αὐτὴ εἶναι
δική μου.
– Ὄχι, εἶπε αὐτός, δική
μου εἶναι.
– Ἔ, ἂν εἶναι
δική σου, πάρε την καὶ πήγαινε, ἀποκρίθηκε
ὁ πρῶτος.
Κι
ἔφυγαν, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ μαλώσουν.
«Μικρὸς Εὐεργετινὸς», μεταφρασμένος στὴ Δημοτική, Κοζάνη Μάρτιος 2006, σελ. 52.