Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου




Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου

Ἑορτάζεται τὴν α΄ () Ἰανουαρίου


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Χριστοῦ περιτμηθέντος, ἐτμήθη Νόμος·

Καὶ τοῦ Νόμου τμηθέντος, εἰσήχθη Χάρις.

 

   Τὴν κατὰ σάρκα περιτομὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καταδέχθηκε νὰ λάβει ἀπὸ φιλανθρωπία, κατὰ τὴν προσταγὴ τοῦ παλαιοῦ νόμου1, ἔτσι ὥστε ἀντὶ τῆς χειροποίητης καὶ σαρκικῆς περιτομῆς ἀντεισάγει σὲ μᾶς τὴν ἀχειροποίητη καὶ πνευματικὴ περιτομή, δηλαδή, τὸ ἅγιο Βάπτισμα· αὐτή, λέγω, τὴν τοῦ Κυρίου περιτομὴ παρελάβαμε ’μεῖς οἱ Χριστιανοὶ παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων νὰ πανηγυρίζουμε κατ’ ἔτος, καθὼς καὶ τὴν πανηγυρίζουμε, λογιζόμενοι αὐτὴν ὡς μία ἀπὸ τὶς Δεσποτικὲς ἑορτὲς διὰ τὸν Κύριο ποὺ τίμησε ἐμᾶς διὰ μέσου αὐτῆς.

   Διότι καθὼς ὁ Κύριος καταδέχθηκε γιὰ μᾶς τὴν ἔνσαρκη γέννησή Του καὶ ἔλαβε ὅλα τὰ ἄλλα ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα ἦσαν παντελῶς ἀδιάβλητα καὶ ἀκατηγόρητα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο δὲν ἐπαισχύνθηκε ὁ Πανάγαθος νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομὴ γιὰ δύο αἰτίες (λόγους):

   Πρῶτον μὲν διότι θέλησε νὰ ἐμφράξει τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, ποὺ τόλμησαν νὰ ποῦν ὅτι δὲν ἀνέλαβε ὁ Κύριος σάρκα ἀληθινή, ἀλλὰ κατὰ φαντασία, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὁ θεομάχος Μάνης καὶ οἱ ὁπαδοὶ τούτου Μανιχαῖοι. Διότι πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ περιτμηθεῖ, ἂν δὲν εἶχε λάβει σάρκα ἀληθινή;

   Καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ ἀποστομώσει τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι κατηγοροῦσαν τὸν Κύριο ὅτι δὲν φυλάττει τὸ Σάββατο καὶ ὅτι παραβαίνει τὸν νόμο, ψευδῶς συκοφαντοῦντες αὐτόν, διότι φύλαττε τὸν νόμο ἕως καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περιτομή2.

   Γιὰ τοῦτο λοιπόν, ὀκτὼ μέρες μετὰ τὴν γέννησή Του ἐκ τῆς Παρθένου εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ φερθεῖ ἀπὸ τὴν Μητέρα Του καὶ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ στὸν διορισμένο ἐκεῖνο τόπο, ὅπου ἦταν συνήθεια νὰ περιτέμνονται τὰ βρέφη καὶ ἐκεῖ περιτμήθηκε κ’ ἔλαβε τὸ γλυκύτατο ὄνομα Ἰησοῦς, τὸ ὁποῖο κάλεσε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὅταν εὐαγγέλισε τὴν Θεοτόκο, προτοῦ νὰ συλληφθεῖ ὁ Κύριος στὴν κοιλία τῆς Παρθένου, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.

   Μετὰ δὲ τὴν περιτομὴ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του ὁ Κύριος καὶ ζοῦσε ἀνθρώπινα προκόπτοντας καὶ αὐξάνοντας καὶ κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία καὶ κατὰ τὴν σοφία καὶ χάρη, γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. «Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις»3.


Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 9-12. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι, ἂν καὶ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος (στὸν Τόμο Α΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν) λέγει ὅτι ὁ Κύριος περιτμήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, τὸν νομιζόμενο πατέρα Του, καὶ ὅτι περιτμήθηκε στὸ σπήλαιο, ὅπως λέγει ὁ Ἐπιφάνιος (κατὰ τὸν αὐτὸν Μελέτιο Ἀθηνῶν), οἱ θεῖοι ὅμως Εὐαγγελιστὲς περὶ τούτων δὲν ἔγραψαν τίποτε, ἀλλ’ οὔτε χρειαζόταν καὶ ἦταν ἀνάγκη νὰ γράψουν, καθότι οὐδὲν ὄφελος εἶναι στὴν σωτηρία μας νὰ τὰ γνωρίζουμε αὐτά. Κάποιοι δὲ ἀποροῦν, τί ἆραγε ἔγινε μετὰ ταῦτα τὸ περιτμηθὲν ἐκεῖνο μέρος τῆς Θεανδρικῆς σάρκας τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ ἀκροβυστία;

   Καὶ ὁ μὲν Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης καὶ ἄλλοι Ἀνατολικοὶ πίστευαν ὅτι τὸ μέρος ἐκεῖνο φύλαξε ἡ Παρθένος μετὰ τὴν περιτομή, ὡς ἱερὸ κειμήλιο, ποὺ ἦταν πάσης διαφθορᾶς ἀνώτερο, ἕως ὅτου ὁ Κύριος ἀφοῦ ἀναστήθηκε προσέλαβε πάλι αὐτό. Καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στὴν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου λέγει ὅτι τὸ τμῆμα ἐκεῖνο προσέλαβε ὁ Κύριος στὴν ἀνάσταση.

   Κάποιοι δὲ Δυτικοὶ πίστευαν μάταια ὅτι ἡ ἀκροβυστία τοῦ Κυρίου σωζόταν στὴν Καβίλλινο πόλη τῆς κάτω Βουργουνδίας σὲ μία ἐκκλησία, ἀλλ’ ὁ ἐπίσκοπος αὐτῆς ὀνόματι Γκάστος ἀφοῦ ἄνοιξε, στὶς 19 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1707, τὸ κιβώτιο ἐκεῖνο, μέσα στὸ ὁποῖο νομιζόταν ὅτι περιέχεται ἡ θεία ἀκροβυστία, δὲν βρῆκε ἄλλο σ’ αὐτό, εἰμὴ λίγη λεπτὴ ἄμμο καὶ ἕνα μικρὸ χαλίκι. Ἔτσι ἔπαυσε τὴν δεισιδαιμονία, ἡ ὁποία κυρίευε τὴν πόλη ἐκείνη πρὸ τετρακοσίων ἤδη χρόνων (βλ. τὴν νεοτύπωτη Ἑκατονταετηρίδα). Ἐκ τούτου λοιπὸν συμπεραίνουμε ὅτι εἶναι ψευδὲς καὶ ἀπίστευτο κ’ ἐκεῖνο τὸ ἄλλο, ποὺ λέγουν οἱ Δυτικοί, ὅτι δηλαδὴ ἡ τοῦ Κυρίου ἀκροβυστία σώζεται μέχρι τώρα στὴν Ρώμη στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Λατερανοῦ, ὅπως σημειώνει ὁ Καλμέτης στὸ ὑπόμνημα στὸν Λουκᾶ, κεφάλ. β΄.

2. Ὁ δὲ σοφὸς Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνὸς προσθέτει καὶ τρίτη αἰτία (λόγο) γιὰ τὴν ὁποία περιετμήθη ὁ Κύριος: δηλαδὴ ὅτι, ἂν δὲν περιετέμνετο, «οὐκ ἂν ὅλως παρεδέχθη διδάσκων, ἀλλ’ ἀπεπέμφθη ἂν ὡς ἀλλόφυλος. Οὐδ’ ἂν ἐπίστευσέ τις ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ προσδοκώμενος Χριστὸς ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ. Οἱ γὰρ ἐξ Ἀβραὰμ ἅπαντες σφραγῖδα καὶ σημεῖον τὴν περιτομὴν εἶχον, διαστέλλουσαν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐθνῶν» (ἑρμηνεία στὸ δ΄ κεφάλ. τοῦ κατὰ Λουκᾶν)·  «Ἔπαυσε δὲ ὁ Κύριος τὴν περιτομὴν καὶ πάνυ εὐλόγως», κατὰ τὸν αὐτὸν Εὐθύμιο, «διότι ἡ περιτομὴ τῶν Ἑβραίων ἐτύπου καὶ προεσήμαινε τὸ βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν. Ὥς περ γὰρ ἐκείνη τοὺς ἐξ Ἀβραὰμ ἐσφράγιζε καὶ διέστελλεν ἀπὸ παντὸς ἔθνους, οὕτω καὶ τοῦτο (τὸ Βάπτισμα δηλ.) τοὺς Χριστιανούς. Καὶ καθάπερ ἐκείνη περιττὸν ἀποτέμνει τοῦ σώματος μέρος, οὕτω καὶ τὸ βάπτισμα τὴν ἁμαρτίαν ἀποτέμνει περιττὴν ὑπάρχουσαν. Ἔδει δὲ παυθῆναι τὸν τύπον ἐλθόντος τοῦ πρωτοτύπου καὶ σιγῆσαι τὸ μηνύον ἐπιστάντος τοῦ μηνυομένου. Τὸ γὰρ ἑαυτοῦ πεπλήρωκε καὶ περιττόν ἐστι τοῦ λοιποῦ» (ὅπ. παραπ.).

3. Λουκ. β΄ 52. Δηλαδή, Ὁ Ἰησοῦς προόδευε συνεχῶς στὴν σοφία καὶ στὴν αὔξηση τοῦ σώματος καὶ στὴν χάρη, ποὺ λάμβανε ὁλοένα καὶ πλουσιώτερη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν θαυμασμό, ποὺ ἀπολάμβανε ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὰ πολλὰ καὶ θεῖα χαρίσματά του.