Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Διαβάτης εἶσαι καὶ ὁδοιπόρος




Διαβάτης εἶσαι καὶ ὁδοιπόρος


Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου*


   Πόσες μεταβολὲς ἔχουν γίνει ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, καὶ κανεὶς δὲν σωφρονίζεται; Καὶ ὅταν λέγω κανείς, δὲν κατηγορῶ ὅλους –μακριὰ μιὰ τέτοια σκέψη. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ γῆ αὐτὴ ἡ γόνιμη, ποὺ δέχτηκε σπέρματα, νὰ μὴ βγάλει στάχυα. Ἐγώ, ὅμως, εἶμαι ἀχόρταγος, δὲν θέλω νὰ σωθοῦν λίγοι, ἀλλὰ ὅλοι. Καὶ ἂν ἀκόμη ἕνας ἀπομείνει χαμένος, ἐγὼ χάνομαι καὶ θεωρῶ σωστὸ νὰ μιμοῦμαι τὸν ποιμένα ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καὶ ἔτρεξε στὸ ἕνα, τὸ πλανημένο.

   Μέχρι πότε τὰ χρήματα; μέχρι πότε ὁ ἄργυρος; μέχρι πότε τὸ κρασὶ ποὺ χύνεται; μέχρι πότε οἱ κολακεῖες τῶν ὑπηρετῶν; μέχρι πότε τὰ στεφανωμένα μὲ φύλλα ποτήρια; μέχρι πότε τὰ συμπόσια τὰ σατανικὰ τὰ γεμάτα ἀπὸ διαβολικὴ ἐνέργεια;

   Δὲν ξέρεις πὼς ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι ἕνα ταξίδι; Μήπως εἶσαι πολίτης; Ὁδοιπόρος εἶσαι. Κατάλαβες τί εἶπα; Δὲν εἶσαι πολίτης, ἀλλὰ διαβάτης εἶσαι καὶ ὁδοιπόρος. Μὴ πεῖς ἔχω αὐτὴ τὴν πόλη καὶ ἔχω τὴν ἄλλη. Δὲν ἔχει κανεὶς πόλη. Ἡ πόλη εἶναι ἐπάνω. Τὰ παρόντα εἶναι δρόμος. Βαδίζουμε, λοιπόν, κάθε ἡμέρα, ὅσο ἡ φύση συγκατατίθεται πρόθυμα. Κάποιος στὸν δρόμο ἀποθηκεύει χρήματα, κάποιος στὸν δρόμο κρύβει χρυσάφι μέσα στὸ χῶμα. Ὅταν, λοιπόν, μπαίνεις σὲ πανδοχεῖο, πές μου, στολίζεις τὸ πανδοχεῖο; Ὄχι, ἀλλὰ τρώγεις καὶ πίνεις καὶ βιάζεσαι νὰ βγεῖς ἔξω. Πανδοχεῖο εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Μπήκαμε, διανύουμε τὴν παροῦσα ζωή. Ἂς φροντίζουμε νὰ βγοῦμε μὲ καλὴ ἐλπίδα, ἂς μὴν ἀφήσουμε τίποτε ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε ἐκεῖ.

   Ὅταν μπεῖς στὸ πανδοχεῖο, τί λέγεις στὸ παιδί; Πρόσεχε ποῦ βάζεις τὰ πράγματα, μήπως ἀφήσεις κάτι ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ κάτι, οὔτε μικρό, οὔτε ἀσήμαντο, γιὰ νὰ τὰ ἐπιστρέψουμε ὅλα στὸ σπίτι. Ἔτσι καὶ μεῖς στὴν παροῦσα ζωή. Ἂς βλέπουμε σὰν πανδοχεῖο τὴν ζωή, καὶ ἂς τὰ ἐπιστρέψουμε ὅλα στὴν μητρόπολη. Εἶσαι διαβάτης καὶ ὁδοιπόρος, ἢ καλύτερα καὶ πιὸ ἀσήμαντος ἀπὸ διαβάτης. Καὶ πῶς; Ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ πῶ. Ὁ διαβάτης ξέρει τὸ πότε μπαίνει στὸ πανδοχεῖο καὶ πότε βγαίνει, γιατὶ εἶναι κύριος τοῦ πότε θὰ βγεῖ, ὅπως καὶ τοῦ πότε θὰ μπεῖ. Ἐγώ, ὅμως, ὅταν μπαίνω στὸ πανδοχεῖο, δηλαδὴ στὴν παροῦσα ζωή, δὲν ξέρω πότε βγαίνω. Καὶ μερικὲς φορὲς ἑτοιμάζω τροφὲς γιὰ πολὺ καιρό, καὶ ὁ Κύριος ἀμέσως μὲ καλεῖ· «Ἀνόητε, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασες ποιός θὰ τὰ πάρει; Αὐτὴ τὴν νύχτα παίρνουν τὴν ψυχή σου»1.

   Ἀβέβαιη ἡ ἔξοδος, ἄστατη ἡ κατοχὴ ἀγαθῶν, ἄπειροι γκρεμοί, ἀπὸ παντοῦ κύματα. Γιατί κάνεις σὰν τρελλὸς γιὰ τὶς σκιές; Γιατί ἀφήνεις τὴν ἀλήθεια καὶ τρέχεις στὶς σκιές;

   Τί ἁρπάζεις ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει φθόνος; Ἅρπαξε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει στεφάνι. Μὴν ἁρπάζεις τὴν γῆ, ἀλλὰ τὸν οὐρανό. Τί ἁρπάζεις τὸν φτωχὸ ποὺ σὲ κατηγορεῖ; Ἅρπαξε τὸν Χριστὸ ποὺ σὲ ἐπαινεῖ. 


1. Λουκ. ιβ΄ 20: «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»


* Ὁμιλία Β΄, ΕΠΕ τ. 33.