Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ὁ ὅσιος Σαλαμάνης ὁ Ἡσυχαστής




Ὁ ὅσιος Σαλαμάνης ὁ Ἡσυχαστής

Ἑορτάζει τὴν κγ΄ (23η) Ἰανουαρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Οἴχῃ χαμερποῦς καὶ χαμαιζήλου βίου,

Ὑψηλὲ πράξει καὶ λόγῳ Σαλαμάνη.


   Τοῦτος ὁ γλυκὺς καὶ ἡσύχιος ὅσιος πατήρ ἡμῶν Σαλαμάνης, καταγόταν ἀπὸ κάποιο χωριὸ ὀνομαζόμενο Καπερσανᾶ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὶς δυτικὲς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη. Ἀφοῦ ἀγάπησε ὑπερβολικὰ τὸν ἡσυχαστικὸ βίο τῶν Μοναχῶν, βρῆκε σὲ κάποιο μέρος τοῦ χωριοῦ, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ ποτάμι, ἕνα μικρὸ κελλάκι καὶ κλείστηκε μέσα σ᾿ αὐτό, χωρὶς ν᾿ ἀφήσει πόρτα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βγαίνει ἔξω, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ παράθυρο, γιὰ νὰ μὴ μπαίνει τὸ φῶς. Μονάχα μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, ἔσκαβε κάτω ἀπὸ τὴν γῆ κι᾿ ἔβγαινε ἔξω στὸν κόσμο, καὶ δοκιμάζοντας λίγο περισπασμὸ καὶ βιωτικὴ φροντίδα, ἐσύναζε τὴν ἀναγκαία τροφὴ γιὰ ὅλο τὸν χρόνο κ᾿ ἐπέστρεφε πίσω στὸ κελλάκι του, στὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ κι᾿ εὐλογημένη ἡσυχία του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, πέρασε ὁ τρισχαριτωμένος πολλοὺς χρόνους.

   Μαθαίνοντας ὁ Ἀρχιερέας τοῦ τόπου ἐκείνου τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου ἀνδρός, πῆγε σ᾿ αὐτόν, θέλοντας νὰ τοῦ δώσει τὸ χάρισμα καὶ τὴν τιμὴ τῆς Ἱερωσύνης. Γκρέμισε, λοιπόν, λίγο μέρος τοῦ ταπεινοῦ κελλιοῦ, μπῆκε μέσα κι᾿ ἔθεσε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἁγίου τελῶντας τὴν εὐχὴ τῆς χειροτονίας. Καὶ λέγοντάς του πολλά, τοῦ ἀνήγγειλε τὴν χάρη τῆς Ἱερωσύνης τὴν ὁποία τοῦ ἔδωκε, ἀλλ᾿ ὅμως, δὲν ἄκουσε κανέναν ἀπολύτως λόγο νὰ τοῦ ἀπαντήσει ὁ σιωπηλὸς καὶ ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ὅσιος Σαλαμάνης. Ἔτσι ἀνεχώρησε, ἀφοῦ πρῶτα πρόσταξε νὰ χτίσουν καὶ πάλι τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ κελλιοῦ ποὺ εἶχε χαλάσει.

 

   Κάποια ἄλλη φορά, οἱ συχωριανοί του Χριστιανοὶ ποὺ εἶχαν πολλὴν εὐλάβεια στὸ πρόσωπό του, πέρασαν  νύχτα τὸν ποταμὸ Εὐφράτη, ἦλθαν στὸ κελλί του, τὸ χάλασαν, κι᾿ ἀφοῦ τὸν πήρανε στὰ χέρια τους τὸν ἔφεραν σηκωτὸ στὸ χωριό τους. Ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος, ὡς ἄκακο ἀρνάκι, οὔτε ἐναντιώθηκε σ᾿ αὐτούς, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ συμφώνησε προστάζοντάς τους νὰ κάμουν ἔτσι. Κι᾿ ἔχοντας ἤδη κτίσει στὸ χωριό τους ἄλλο κελλὶ ἕτοιμο, τὸν ἔκλεισαν μέσα σ᾿ αὐτό, γιὰ νὰ τὸν ἔχουν κοντά τους βοηθὸ καὶ πρεσβευτὴ πρὸς τὸν Θεό. Κι᾿ ὁ ἀγαθότατος Ὅσιος, ἡσύχαζε καὶ κεῖ τὸ ἴδιο ὅπως καὶ πρίν, χωρὶς νὰ μιλάει μὲ κανένα. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὅμως, οἱ Χριστιανοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὸ ἄλλο χωριὸ ἀντίπερα τοῦ ποταμοῦ, ὅπου βρισκόταν πρωτύτερα ὁ Σαλαμάνης, λυπημένοι ἀπὸ τὴν ἀπώλεια ἑνὸς τέτοιου θησαυροῦ, ἦλθαν κρυφὰ τὴν νύκτα, χάλασαν καὶ κεῖνοι μὲ τὴν σειρά τους τὸ ἄλλο κελλί, καὶ παίρνοντας, παρομοίως, σηκωτὸ τὸν Ἅγιο τὸν ἔφεραν πίσω στὸ χωριό τους στὸ παλιό του κελλί. Ἐκεῖνος ὁ μακάριος, καὶ πάλι δὲν διαμαρτυρήθηκε καθόλου, μήτε τοὺς πίεζε νὰ τὸν ἀφήσουν, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ πορεύθηκε μετὰ προθυμίας.

 

   Μ᾿ αὐτόν, λοιπόν, τὸν τρόπο ζῶντας ὁ Ὅσιος Σαλαμάνης, κατέστησε τὸν ἑαυτό του τελείως νεκρὸ σὲ τούτη δῶ τὴν ἐπίγεια ζωή. Καὶ γι᾿ αὐτό, μαζὶ μὲ τὴν φωνὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μποροῦσε καὶ κεῖνος ὁ τρισόλβιος νὰ λέγει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ»1. (Δηλαδή: Δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιὸς  ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Τὴν φυσικὴ ζωὴ ποὺ ζῶ μέσα στὸ σῶμα μου τώρα, ποὺ ἐπέστρεψα στὸν Χριστό, ζῶ ἐμπνεόμενος καὶ κυριαρχούμενος ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν σωτηρία μου.)

   Ἔτσι λοιπόν, νέκρωσε τὸν ἑαυτό του ὁ χαριτωμένος Σαλαμάνης, ὅσο κανεὶς ἄλλος οὐδέποτε, καὶ διάβηκε τὸν βίο του, ἕως ὅτου ἔφυγε πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ ν᾿ ἀγάλλεται ᾿κεῖ κοντά Του αἰωνίως!


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 132-134. (Φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Γαλ. β΄ 20.