Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

«Δίκαιος εἶ, Κύριε…»




«Δίκαιος εἶ, Κύριε…»

 

   ταν κάποτε ἕνας ἅγιος Γέροντας ἀπ᾿ τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὲς ποὺ εἶχε παρρησία στὸν Θεό, κι Ἐκεῖνος πραγματοποίησε τὸ θέλημά του, καθὼς λέγει Προφήτης Δαυΐδ: «Θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται»1, δηλαδή, θὰ ἐκτελέσει Κύριος τὸ θέλημα ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὸν φοβοῦνται καὶ θὰ εἰσακούσει τὴν δέησή τους. Ἀββᾶς αὐτὸς λοιπόν, μιὰ φορὰ ἔλεγε προσευχόμενος πρὸς τὸν Θεό:

   - Πανάγαθε Κύριε, δίδαξέ με σὲ παρακαλῶ, τί σημαίνει ἡ κρίση (δηλ. δικαιοσύνη) τούτη πάνω στὴν γῆ. Διότι βλέπω, ὁ ἁμαρτωλὸς δοῦλος Σου, κάποτε-κάποτε ἄνδρες δίκαιους κ᾿ εὐλαβεῖς, νὰ βρίσκονται σὲ μεγάλη φτώχεια καὶ δυστυχία· ἄλλοτε πάλι, βλέπω ἄδικους καὶ ἁμαρτωλότατους, νὰ εἶναι μέσα στὰ πλούτη καὶ στὶς καλοπεράσεις. Βλέπω πολλοὺς καλοὺς καὶ πιστοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀδικοῦνται, νὰ ταλαιπωροῦνται καὶ νὰ βασανίζονται δίχως λόγο· ἐνῶ πολλοὶ ἄδικοι, ἄσπλαγχνοι κι ἀξιοκατάκριτοι ἁμαρτωλοὶ καὶ παράνομοι νὰ ζοῦν καὶ ν᾿ ἀναπαύονται μ᾿ ὅλες τὶς κοσμικὲς ἀνέσεις…

 

   Μὲ τέτοια λόγια προσευχόμενος ὁ Ἀσκητὴς καὶ ζητῶντας ἀπ᾿ τὸν Κύριο νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὰ μυστήρια, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τοὔλεγε:

   - Μὴ ζητᾶς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲ φτάνει ὁ νοῦς σου οὔτε ἡ δύναμη τῆς γνώσεώς σου· μήτε νὰ ἐρευνᾶς τ᾿ ἀπόκρυφα καὶ τ᾿ ἀνεξήγητα. Διότι, τὰ κρίματα καὶ οἱ ἀποφάσεις τοῦ Κυρίου, ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς κρίνει κι ἐνεργεῖ, εἶναι ἄβυσσος πολλὴ καὶ βάθος μέγα, ἀσύληπτα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη διάνοια.

   Ἐπειδή, ὅμως, ζήτησες νὰ πληροφορηθεῖς, κατέβα στὸν κόσμο, καὶ στάσου σ᾿ ἕνα μέρος· καὶ πρόσεχε καλὰ σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ μέλλει νὰ δεῖς, γιὰ νὰ καταλάβεις ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν μικρὴ δοκιμή, ἕνα ἐλάχιστο ἀπ᾿ τὰ κρίματα τοῦ μεγάλου Θεοῦ. Ἔτσι θὰ γνωρίσεις καὶ θ᾿ ἀντιληφθεῖς, πὼς εἶναι ἀνεξερεύνητη κι ἀνεξιχνίαστη ἡ προνοητικὴ καὶ ἀγαπητικὴ διακυβέρνηση τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα καὶ σ᾿ ὅλα…

 

   Ὁ Γέροντας, σὰν ἄκουσε τὴν φωνὴ αὐτή, ἄφησε τὸ ἀσκητήριό του, κατέβηκε γρήγορα στὸν κόσμο καὶ πῆγε σ᾿ ἕνα δρόμο πλατύ, ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο περνούσανε πολλοὶ ἄνθρωποι· καὶ στάθηκε σὲ κάποιο τόπο ποὺ ἦταν ἕνα λιβάδι καὶ μιὰ βρύση μὲ κρυστάλλινο νερό. Σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ὑπῆρχε γιγάντειο δέντρο ποὺ ὁ κορμός του εἶχε μιὰ μεγάλη κουφάλα· ἐκεῖ μέσα τρύπωσε ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ κρυφτεῖ, ἔβαλε μπροστὰ στ᾿ ἄνοιγμα κλαδιὰ γιὰ νὰ μὴ φαίνεται, κι ἄφησε  μιὰ μικρὴ ὀπὴ γιὰ νὰ βλέπει ὅσα συμβοῦν…

 

   Στὴν ἀρχή, βλέπει νἄρχεται ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος, ποὺ μόλις εἶδε τὸ δροσερὸ καὶ χλοηφόρο τόπο τοῦ λιβαδιοῦ ἐκείνου καὶ τὴν γλυκόψυχρη καὶ καθαρώτατη βρύση, πεθύμησε νὰ πεζέψει, διότι ἦταν πολλὴ ἡ ζέστη, κ᾿ ἤθελε νὰ ξεκουραστεῖ. Κατέβηκε λοιπὸν ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του καὶ κάθισε νὰ φάει. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ καθότανε, τοῦ φάνηκε καλὸ νὰ βγάλει τὸ πουγγὶ ποὖχε μαζί του μ᾿ ἑκατὸ χρυσὰ φλουριά, νὰ τὰ δεῖ καὶ νὰ τὰ μετρήσει· κι ἀφοῦ τὰ μέτρησε, θέλησε καὶ πάλι νὰ τὰ βάλει στὸν τόπο ποὺ τἆχε, ἀλλ᾿ ἀπὸ μιὰ διπλωμάδα τοῦ ἐνδύματός του ἔκαμε λάθος, καὶ νομίζοντας πὼς τἄβαλε μέσα, ἐκεῖνα -δίχως νὰ τὸ καταλάβει- τοὔπεσαν ἔξω, πάνω στὴ γῆ. Ἔφαγε τὸ λοιπὸν καὶ ἤπιε, κοιμήθηκε, κι ἔπειτα σηκώθηκε, καβαλίκεψε τ᾿ ἄλογό του καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του, ἀφήνοντας τὰ φλουριά ἐκεῖ…

 

   Ἀργότερα πέρασε ἄλλος ὁδοιπόρος, πῆγε πρὸς τὴν βρύση νὰ πιεῖ νερό, καὶ βρῆκε τὰ φλουριά. Τὰ πῆρε καὶ ἔφυγε· δὲν πῆγε ὅμως, ἀπ᾿ τὸν ἴσιο δρόμο, ἀλλ᾿ ἔπιασε τόπους ἄβατους ἀπὸ ἀμπέλια καὶ χωράφια, καὶ γίνηκε ἄφαντος…

 

   Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο, ἦλθε κάποιος ἄλλος φτωχὸς πεζοπόρος, φορτωμένος καὶ κουρασμένος· ἐκάθισε σ᾿ ἐκείνη τὴν βρύση ν᾿ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ παρηγορήσει τὴν δίψα του. Ἔβγαλε τὴν κούπα του κι ἀφοῦ τὴν γέμισε νερό, ἔβαλε μέσα ἕνα παξιμάδι νὰ βραχεῖ κι ἔτρωγε τὴν ταπεινὴ καὶ φτωχικὴ τροφή του. Τὴν ἴδια ὥρα ἔρχεται τρέχοντας ὁ καβαλάρης ἐκεῖνος ποὺ ἄφησε κεῖ τὰ φλουριά. Εἶχε μεγάλη ἀνησυχία, τὰ μάτια του ἦσαν ἀγριεμένα καὶ κατακόκκινα σὰν τὸ αἷμα, καὶ τὸ πρόσωπό του ἦταν ἀλλιώτικο. Ἦλθε καταπάνω στὸν φτωχὸ ἐκεῖνον, λέγοντάς του μὲ θυμό:

   - Γρήγορα νὰ μοῦ δώσεις τὰ φλουριὰ ποὺ βρῆκες ἐδῶ.

   Κι ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος ἔλεγε μ᾿ ὅρκους μεγάλους πὼς δὲν εἶδε τέτοιο πρᾶγμα. Ὁ πλούσιος ὅμως, ποὺ τἆχε χάσει, ὅπως ἦταν θυμωμένος καὶ μανιασμένος σὰν ἄγριο λιοντάρι, ἄρχισε νὰ τὸν δέρνει καὶ νὰ τὸν κτυπᾶ στὸ κεφάλι μὲ τὸ λουρὶ τοῦ ἀλόγου του, ἐνῶ ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωπος ὁρκιζόταν πῶς δὲν εἶχε δεῖ τίποτε. Τότε, θύμωσε περισσότερο ὁ πλούσιος καβαλάρης, καὶ βγάζοντας ἀπ᾿ τὴ θήκη τὸ ὄπλο του, πυροβόλησε τὸν φτωχὸ στὸν κρόταφο καὶ τὸν σκότωσε. Κατέβηκε μετὰ ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογο, ἔψαξε ὅλα τὰ ροῦχα καὶ τὰ σακούλια τοῦ πεζοδρόμου ἐκείνου, κι ἀφοῦ τίποτε δὲν βρῆκε, συνειδητοποίησε πὼς ἀδίκως τὸν σκότωσε, καὶ διάβηκε πολὺ λυπημένος τὸν δρόμο του…

 

   Μέσ᾿ ἀπὸ τὴν κουφάλα τοῦ δέντρου, ὁ ἀσκητικώτατος Γέροντας, τἄβλεπε ὅλα τοῦτα κ᾿ ἐξεπλήττετο κ᾿ ἐθαύμαζε· μὰ συνάμα, λυπόταν σφόδρα κι ἔκλαιγε γιὰ τὸν ἄδικο φόνο ποὺ εἶδε καὶ πονοῦσε ἡ καρδιά του ἀπ᾿ τὴν θλίψη· καὶ μετὰ δακρύων δεόμενος πρὸς τὸν Κύριο, ἔλεγε:

   - Κύριέ μου, τί εἶναι τοῦτο τὸ θέλημά σου; Γνώρισε, εἰς ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλό, πῶς ὑπομένει ἡ ἀγαθότητά Σου μιὰ τέτοια ἀδικία; Ἄλλος ἔχασε τὰ χρήματα, ἄλλος τὰ βρῆκε καὶ τὰ πῆρε, κι ἄλλος ἄδικα νὰ φονευθεῖ;

 

   Καθώς, λοιπόν, προσευχόταν ἔτσι ὁ Ἀββᾶς, κατέβηκε Ἄγγελος Κυρίου γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τοῦ ἀποσαφηνίσει ὅσα πράγματα εἶδε· τοῦ λέγει:

   - Μὴ λυπᾶσαι, Γέροντα, μήτε νὰ σοῦ κακοφαίνεται καὶ νὰ νομίζεις ὅτι τάχα χωρὶς θέλημα Θεοῦ γίνονται τοῦτα, διότι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γίνονται· ἄλλα κατὰ παραχώρηση, ἄλλα γιὰ παίδεψη, κι ἄλλα κατ᾿ οἰκονομίαν (δηλ. συγκατάβαση). Πρόσεξε:

 

   Ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὰ φλουριά, εἶναι γείτονας ἐκείνου ποὺ τὰ βρῆκε· κι ἐκεῖνος ποὺ τὰ βρῆκε, εἶχε ἕνα περιβόλι ἀξίας ἑκατὸ χρυσῶν φλουριῶν. Αὐτὸς ὅμως ὁ πλούσιος, ἦταν πλεονέκτης κι ἄδικος καὶ τὸ πῆρε μὲ τὸ ἔτσι θέλω, μόνο γιὰ πενῆντα φλουριά. Κι ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος, μὴ ἔχοντας τὶ ἄλλο νὰ κάμει, παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ κάνει Ἐκεῖνος ὁ Παντοδύναμος τὴν ἐκδίκηση. Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Δίκαιος Κύριος, καὶ μὲ τέτοιο τρόπο τοῦ τὰ ἔδωσε διπλᾶ, ἀντὶ δηλαδὴ πενῆντα, ἑκατό· τὰ ὁποῖα, ὅπως εἶδες, τὰ ἔχασε ὁ ἀχόρταγος πλεονέκτης ποὺ πῆρε τὸ περιβόλι τῶν ἑκατὸ φλουρίων μόνο γιὰ πενῆντα.

 

   Κεῖνος ὁ κουρασμένος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν βρῆκε τίποτε καὶ σκοτώθηκε ἀδίκως, παλαιότερα εἶχε κάμει φονικό, ἀλλ᾿ ὅμως, μετανόησε κι ἔδειξε στὴ μετέπειτα ζωή του ἔργα χριστιανικὰ καὶ θεάρεστα· θέλοντας ὁ καλὸς Θεὸς νὰ τὸν σώσει καὶ νὰ τὸν καθαρίσει τελείως ἀπ᾿ τὴν παλαιὰ ἁμαρτία τοῦ φόνου ποὔκαμε, -ἢ θεληματικῶς, ἢ σατανικῶς-, διὰ τοῦτο οἰκονόμησε (δηλ. ἐπέτρεψε), νὰ φονευθεῖ ἄδικα καὶ παράλογα, ὥστε νὰ σωθεῖ ἡ ψυχούλα του, νὰ ξεχρεώσει τὴν θανάσιμη ἐκείνη ἁμαρτία καὶ ν᾿ ἀξιωθεῖ τοῦ Παραδείσου.

 

   Τέλος, τοῦτος ὁ πλεονέκτης ποὔχασε τὰ φλουριὰ κ᾿ ἔκαμε τὸν φόνο, σίγουρα θὰ κολαζόταν λόγῳ τῆς πλεονεξίας καὶ φιλαργυρίας του. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἐλεήμων Κύριος, ποὺ δὲν θέλει τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὸν ἄφησε νὰ πέσει στὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου, γιὰ νὰ πονέσει ἡ σκληρὴ ψυχή του μὲ τούτη τὴ φανερὴ ἁμαρτία (διότι, ἡ πλεονεξία καὶ ἡ φιλαργυρία καθὼς ἦσαν κρυμμένες βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή του δὲν μποροῦσε νὰ τὶς δεῖ), καὶ νὰ ζητήσει μετάνοια. Καὶ ἰδού, ἀπὸ τὴν ἀφορμὴ αὐτή, ἀφήνει τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου τώρα πλέον, καὶ πηγαίνει νὰ γίνει Μοναχὸς γιὰ νὰ σώσει τὴν ψυχή του.

 

   Πήγαινε τώρα στὸ κελλί σου, καὶ μὴ πολυεξετάζεις τὶς κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὁ Δεσπότης Κύριος τὶς κάμει δίκαια, καὶ καθὼς μόνον Ἐκεῖνος γνωρίζει· καὶ σὺ νομίζεις ὅτι γίνονται ἄδικα. Νὰ ξέρεις λοιπόν, ὅτι κι ἄλλα πολλὰ γίνονται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ λόγους ποὺ δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ γιὰ τοῦτο πρέπει ὁ καθένας νὰ λέγει μ᾿ ὅλη του τὴν καρδιά: «Δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις σου»2 !!


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

1. Ψαλμ. ρμδ΄ 19.

2. Ψαλμ. δ΄ 9.