Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Τὸ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ




Τὸ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ

 

   Μὲ δέος ἱερὸ παρατηροῦμε σιωπηλοὶ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων. Ἀποχαιρετοῦμε ἕνα χρόνο, ποὺ φεύγει στὸ χάος τῆς αἰωνιότητος. Φέρνουμε τὴν σκέψη μας στὸ παρελθόν, γιατὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, ποὺ πέρασε ἀποτελεῖ τὴν ἱστορία μας, αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ζωή μας. Περνοῦν τὰ χρόνια. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ πολλὰ ἄλλα φεύγουν στὴν αἰωνιότητα. «Τὰ πάντα ρεῖ» ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Ὅλα περνοῦν. Ἀλλὰ πῶς περνοῦν; Νὰ τὸ ἐρώτημα, ποὺ ἔρχεται ἐπίκαιρα, τώρα ποὺ βρισκόμαστε πάνω στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου· τώρα, ποὺ φέρνουμε τὴν σκέψη μας στὸ παρελθὸν καὶ προσπαθοῦμε νὰ δοῦμε τὸ μέλλον νἄρχεται φορτωμένο μὲ χρυσὲς ἐλπίδες.

   «Χρῆμα» ὀνόμασαν τὸν χρόνο οἱ ἀρχαῖοι. Γι’ αὐτὸ συμβούλευαν τὸ «φείδου χρόνου». Κι εἶναι, ἀλήθεια πολύτιμος ὁ χρόνος ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός. Ἀνεκτίμητος, γιατὶ δὲν ἀγοράζεται, κι οὔτε πουλιέται. Ἀνεκτίμητος, γιατὶ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ κι ὅλοι παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ πληθύνει τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας. Ὅλη μας ἡ προσπάθεια, ὅλος ὁ μόχθος τοῦ ἀνθρώπου γίνεται γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει ὅσο περισσότερα χρόνια. Εἶναι πολύτιμος καὶ ἀνεκτίμητος ὁ χρόνος κι ἀπὸ ἄλλη ἄποψη. Γιατὶ ἔχει πνευματικὸ προορισμὸ τὴν τελειοποίηση καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅμως αὐτὸ τὸ πολύτιμο, ποὺ ὀνομάζουμε καιρὸ ἢ χρόνο, αὐτὸ τὸν θησαυρὸ τὸν σπαταλᾶμε ἀσυλλόγιστα.

   Φτάνουμε στὸ λυπηρὸ σημεῖο, νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε «πῶς νὰ σκοτώσουμε τὴν ὥρα μας». Σὰν τὸν τρελλὸ τὸν κηπουρό, ποὺ ἔχει τὸ τρεχάμενο νερὸ στὸν κῆπο του, κι ἀντὶ νὰ τὸ γυρίσει μέσα σ’ αὐλακιὲς καὶ νὰ δεῖ τὸν κῆπο του παράδεισο, αὐτὸς τὸ βγάζει ἔξω ἀπ’ τὸν φράχτη ἀφήνοντάς το νὰ χαθεῖ στὴν ρεματιά. Ἔτσι καὶ ὁ ἀπρόσεχτος στὸ ζήτημα τοῦ χρόνου ἄνθρωπος. Σὰν τὸ τρεχάμενο νερὸ ἀφήνει τὸν καιρὸ ἀνώφελα νὰ τρέχει καὶ νὰ χάνεται. Γι’ αὐτὸ τὸ κάθε πέρασμα τοῦ χρόνου πρέπει νὰ μᾶς ξυπνᾶ σὰν μιὰ τοῦ ρολογιοῦ καμπάνα καὶ νὰ μᾶς δείχνει πὼς ἔτσι, σὰν τὶς ὧρες, περνοῦν τὰ χρόνια τῆς ζωῆς. Θἆταν καλὴ μιὰ αὐτοέρευνα σχετικὴ μ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα, ὅπως τὴν ἔκαμαν πολλοὶ ἀπ’ τοὺς ἀρχαίους κάθε βράδυ. Ρωτοῦσαν τὸν ἑαυτό τους «τί ἔκαμα σήμερα; πῶς πέρασα τὴν μέρα μου; Τί ἔπρεπε νὰ κάμω καὶ δὲν τὸ ἔκαμα;» Αὐτὸς ὁ καθημερινὸς ἔλεγχος ἦταν φανερό, πὼς καθιστοῦσε προσεκτικὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔβλεπε ἔτσι τὸ ἔργο τῆς ἡμέρας μὲ τὶς ἐλλείψεις καὶ τὰ σφάλματά του. Λένε, μάλιστα, ὅτι ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Βεσπασιανὸς ἔκαμε κάθε βράδυ αὐτὸν τὸν ἀπολογισμὸ τῆς ἡμέρας, καὶ ἔγραφε σχετικὰ στὸ ἡμερολόγιό του καὶ ὅτι στὶς μέρες ποὺ δὲν εἶχε νὰ γράψει κάτι καλό, ἔγραφε τὶς λέξεις «ἔχασα μιὰ μέρα». Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς πὼς αὐτὸς ἦταν εἰδωλολάτρης. Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἡ πίστη μας πρέπει νὰ συνοδεύεται μὲ ἔργα, ποὺ ξέρουμε ὅτι θὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεὸ ὄχι μόνο γιὰ ὅ,τι κάναμε ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅ,τι δὲν κάναμε, εἶναι ζήτημα πρώτης ἀνάγκης ὁ ἔλεγχος γιὰ τὴν χρησιμοποίηση τοῦ χρόνου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Ἐφεσίους: «Βλέπετε οὖν ἀκριβῶς πῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν»1. Χαρακτηρίζει σοφὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὸν καιρό του γιὰ τὴν ψυχική του καλλιέργεια καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς Κοινωνίας. Καὶ χρειάζεται, ἀλήθεια, μεγάλη προσοχὴ καὶ ἀρκετὴ προσπάθεια, νὰ μὴ παρασυρθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ τὰ χίλια κακά, ποὺ τὸν περιστοιχίζουν, ἀπ’ τὶς ἀμέτρητες ἐπιδράσεις τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κάνουν στὴν πραγματικότητα «πονηρὲς τὶς ἡμέρες», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

   Πολλὲς παράνομες καὶ κακὲς πράξεις θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ προλάβουμε ἢ ἔστω νὰ ἐπανορθώσουμε, ὅταν ὑπῆρχε κάποια προσοχὴ καὶ θέληση. Περισσότερο προσέχουμε τῶν ἄλλων τὰ ἔργα, γι’ αὐτὸ καὶ κατακρίνουμε πάντα τοὺς ἄλλους καὶ ποτὲ τὸν ἑαυτό μας. Ἔτσι ὅμως δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα βελτιώσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, καὶ ἡ ζημιά μας εἶναι ἀνυπολόγιστη.

   Ἕνα καινούργιο βιβλίο μὲ φύλλα ἄγραφα ἀνοίγεται μπροστά μας μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ χρόνου. Εἶναι δικό μας. Θὰ γράψουμε στὶς σελίδες του ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Τί θὰ γράψουμε; Πρέπει νὰ προσέξουμε πολύ. Μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς εἴμαστε ἐλεύθεροι, νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ πράξουμε. Ὅμως ὑπάρχουν καὶ ἠθικοὶ φραγμοὶ καὶ ἠθικὲς ὑποχρεώσεις. Νόμοι θεῖοι καὶ ἀνθρώπινοι, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ παραβοῦμε χωρὶς συνέπειες. Εἴμεθα δένδρα, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ φέρουμε καρπούς.

   Στὴν παραβολὴ τῆς «ἀκάρπου συκῆς», διδάσκει ὁ Χριστός, ὅτι δίνει χρόνια ζωῆς στὸν ἄνθρωπο, γιατὶ περιμένει ἀπ’ αὐτὸν καρποφορία καλῶν ἔργων. Δὲν ξεριζώνει ἀμέσως τὴν «ἄκαρπον συκῆν», ἀλλὰ περιμένει καὶ λέγει σὰν τὸν καλὸ γεωργό: «Ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια· κἂν μὲν ποιήσῃ καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν»2.

   Μποροῦμε ἆραγε νὰ ποῦμε, πὼς μέχρι σήμερα δὲν εἴμαστε δένδρα ἄκαρπα; Μποροῦμε τουλάχιστον νὰ ποῦμε, ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ μπρός, σ’ αὐτὸν τὸν καινούργιο χρόνο, θὰ κάνουμε, ὅ,τι καλὸ δὲν κάναμε στὰ προηγούμενα χρόνια τῆς ζωῆς μας;

   Ἂς ἐνισχύσει ὁ Θεὸς κάθε καλὴ προσπάθειά μας στὸν καινούργιο χρόνο. Ἂς μᾶς κάνει «σοφοὺς» στὸ νὰ γνωρίσουμε πὼς ὅλα περνοῦν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατα καὶ πὼς γι’ αὐτήν, τὴν ψυχή, ἀξίζει κάθε θυσία καὶ ἀνθρώπινη προσπάθεια. Ἂς εὐλογήσει ὁ Θεὸς τὰ ἔργα μας στὸν καινούργιο αὐτὸ χρόνο.

 

   (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 79-81.)

 

1. Ἐφεσ. ε΄ 15, 16.

2. Λουκ. ιγ΄ 8, 9.