Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Ἑορτάζει τὴν κε΄ (25η) Ἰανουαρίου.


   Τρεῖς ὁλόκληροι αἰῶνες πέρασαν, κι ὅμως ἡ Ἐκκλησία δὲν ὀνόμασε κανέναν ἄλλο «Θεολόγο». Πρῶτος ποὺ πῆρε τὸ μεγάλο  καὶ ἱερὸ αὐτὸ ἐπίθετο ἦταν ὁ Ἰωάννης, ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος, ὁ ἐπιστήθιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ὀνόμασε ἡ Ἐκκλησία Θεολόγον, γιατὶ αὐτὸς κυρίως ἔγραψε γιὰ τὸν «Θεὸν-Λόγον», καὶ μὲ φιλοσοφικὲς ἔννοιες κατέδειξε τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου. Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς ἄφησε ἀρχίζει μὲ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ λόγια καὶ νοήματα· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Ἦταν, ἀλήθεια, ὁ πρῶτος Θεολόγος. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες καὶ Ἀπολογητὲς καὶ ἄλλοι καὶ ἄλλοι, φάνηκαν ἀργότερα. Ὅμως σ’ ἄλλον κανένα δὲν ἔδωκε ἡ Ἐκκλησία τὸ τιμητικὸ αὐτὸ ἐπίθετο. Πέρασαν τριακόσια χρόνια καὶ τὸ πῆρε ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἄξιζε. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ὁ Θεολόγος. Ὁ ἕνας ἀπ’ «τοὺς τρεῖς μεγίστους Φωστῆρας ταῆς τρισηλίου Θεότητος».

   Ὁ Γρηγόριος, ἕνα χρόνο περίπου μεγαλύτερος τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, γεννήθηκε στὴν Ἀριανζὸ κοντὰ στὴν Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ ἐπὶ σαρανταπέντε χρόνια. Ἡ μητέρα του Νόννα, «ἄνωθεν καὶ ἐκ προγόνων καθιερωμένη Θεῷ», ἦταν θερμὴ καὶ φωτισμένη Χριστιανή, ὥστε σ’ αὐτῆς τὴν ἀνατροφὴ νὰ χρωστοῦν τὴν πίστη τους τὰ παιδιά τους Γρηγόριος, Γοργονία καὶ Καισάριος.

   Ὁ Γρηγόριος σπούδασε στὴν Καισάρεια, κι ὅταν γνωρίστηκε μὲ τὸν Βασίλειο, πῆγε μαζί του στὴν ἄλλη Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα, ὅπου παρέμεινε πέντε ἢ ἕξι χρόνια. Σὲ ἡλικία τριάντα χρόνων ἦρθε στὸ Βυζάντιο κι ἀπὸ κεῖ, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Καισάριο, γιατρὸ στὴν πόλη, ἐπέστρεψε στὴν Πατρίδα. Τότε βαφτίστηκε, γιατὶ τότε ἀκόμα δὲν εἶχε καθιερωθεῖ ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἀμέσως ἀκολούθησε τὸν Μέγα Βασίλειο στὴν ἔρημο κοντὰ στὸν Ἴριν ποταμό. Ὅταν ἐπέστρεψε γιὰ λίγο στὴν πατρίδα του, ὁ πατέρας του τὸν χειροτόνησε κατ’ ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ πρεσβύτερο. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Γρηγόριος προτίμησε τὴν ἔρημο, ὅπου μὲ τὸν Βασίλειο μελετοῦσαν καὶ συνέγραφαν τὰ ἀθάνατα βιβλία ποὺ μᾶς ἄφησαν. Γύρισε πίσω μόνον ὅταν πέθανε ὁ ἀδελφός του, γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν γέροντα πατέρα του καὶ τὴν θλιμμένη μητέρα του.

   Ἀπὸ τότε ἔμεινε κοντά τους βοηθώντας τὸν πατέρα του στὰ ἐπισκοπικά του καθήκοντα. Ἀργότερα τὸν ἐξέλεξαν ἐπίσκοπο στὰ Σάσιμα, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν θέλησε νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Ξανάφυγε πάλι στὴν ἔρημο ἀπ’ τὴν ὁποία καὶ πάλι ἐπέστρεψε μὲ τὶς παρακλήσεις τοῦ πατέρα του καὶ ἔμεινε κοντά του, μέχρι τοῦ θανάτου του. Λίγο ἀργότερα πέθανε καὶ ἡ μητέρα του. Ἔφυγε τότε ὁ Γρηγόριος στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου προτίμησε τὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Θέκλης.

   Ἦταν τότε τὰ χρόνια τῶν μεγάλων ἀναβρασμῶν τῶν αἱρέσεων. Οἱ Ἀρειανοὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἀρειανοῦ Οὐάλεντος, εἶχαν πάρει ὅλες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Βυζαντίου καὶ μόνο τὸν μικρότερο ναό, τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, εἶχαν ἀφήσει στοὺς ὀρθοδόξους! Κι αὐτοὶ μὲ χίλιες πιέσεις καὶ μαρτύρια περίμεναν νὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ θριάμβου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ζητοῦσαν ὅμως καὶ ἕνα στήριγμα. Καὶ σὰν τέτοιο, βρῆκαν τὸν Γρηγόριο. Τὸν ἀνεκάλυψαν στὸ μοναστήρι. Ἔπεσαν στὰ πόδια του. Τοῦ φανέρωσαν τὸν πόθο τους. Καὶ αὐτὸς δέχτηκε νὰ ἔρθει μέσα στὴν πρωτεύουσα νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ἄρχισε τὸ κήρυγμά του! Βάλσαμο παρηγοριᾶς στὶς φοβισμένες ψυχές. «Ἂς ἔχουν αὐτοὶ τοὺς μεγάλους ναούς, κι ἂς ἔχωμε ἡμεῖς τὸν Θεὸ μαζί μας! Οὗτοι θράσος, πίστιν ἡμεῖς… οὗτοι χρυσὸν καὶ ἄργυρον, ἡμεῖς δὲ λόγον κεκαθαρμένον». Ἐκεῖ μίλησε τοὺς περίφημους λόγους του γιὰ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, κι ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, κυρίως, πῆρε τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου. Ἦταν τόση ἡ ζωή, ποὺ ἔδωσε στοὺς ὀρθοδόξους καὶ τόσος ὁ φόβος τῶν αἱρετικῶν ἀπ’ τὸ συγκλονιστικό του κήρυγμα ὥστε δὲν δίστασαν νὰ τὸν λιθοβολήσουν. Ἀκόμα καὶ στὴν Ἐκκλησία μέσα ὅρμησαν ἔνοπλοι ἀρειανοί, σκόρπισαν τὰ πλήθη καὶ τὸν τραυμάτισαν. Ὅταν ἦρθε στὸν θρόνο, ὁ Μέγας Θεοδόσιος ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Ξαναπῆραν ἀπ’ τοὺς ἀρειανούς, τοὺς ναοὺς οἱ ὀρθόδοξοι. Ἐπιθυμία τοῦ Θεοδοσίου ἦταν νὰ σταματήσουν οἱ αἱρέσεις. Μὲ αὐτοκρατορικὴ διαταγὴ καὶ χωρὶς κἂν νὰ ρωτήσουν τὸν Γρηγόριο, τὸν ἀνέβασαν στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 381. Ἔκλαψε ὁ λαὸς βλέποντας τὸν πνευματικὸ πατέρα του στὸν θρόνο ποὺ τοῦ ἄξιζε. Ὅμως δὲν ἔμεινε πολὺ στὸν θρόνο. Μόνο δυὸ μῆνες! Μόλις κατάλαβε διαφωνίες μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων γιὰ τὴν ἐκλογή του, ἐγκατέλειψε τὸν θρόνο. Ἂν εἶναι, εἶπε, νὰ μαλώνετε γιὰ μένα, φεύγω γιὰ νὰ ἡσυχάσετε. «Εἰ τί ὑμῖν ἐγὼ τῆς διαστάσεως αἴτιος, οὐκ εἰμὶ σεμνότερος Ἰωνᾶ τοῦ Προφήτου· βάλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν καὶ παύσεται ἀφ’ ὑμῶν ὁ κλύδων τῶν ταραχῶν. Αἱροῦμαι παθεῖν ὅ,τι ἂν βούλεσθε, καίπερ ἀθῶος ὤν, τῆς ὑμῖν ἕνεκεν ὁμονοίας. Θρόνου ἐξώσατε, πόλεως ἀπελάσατε, μόνον τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν εἰρήνην ἀγαπήσατε». Μεγάλα λόγια μεγάλων ψυχῶν. Ἀπεσύρθη στὴν πατρίδα του καὶ πέθανε σὲ λίγα ἔτη, στὸ 390 σὲ ἡλικία ἑξῆντα ἐτῶν περίπου.

   Ἡ ζωή του καὶ τὰ θεόπνευστα βιβλία του εἶναι πολύτιμα διδάγματα σὲ μᾶς, ποὺ τόσο εὔκολα παίρνουμε σήμερα ἀπὸ τὰ πανεπιστήμια τὸν βαρὺ καὶ μεγάλο καὶ ἱερὸ τίτλο τοῦ Θεολόγου. Αὐτὸν τὸν τίτλο ποὺ μόνο σὲ δύο πνευματικοὺς κολοσσοὺς ἔδωκε ἡ Ἐκκλησία. Ἂς εἶναι πάντα μπροστά μας ἡ πατρικὴ συμβουλὴ τοῦ Γρηγορίου: «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτὲ καὶ τῆς θεότητος ἄξιος; τὰς ἐντολὰς φύλασσε, διὰ τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γὰρ ἐπίβασις θεωρίας».


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

 

   (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 98-100.)