Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Εὐγένεια - Ἀναγέννηση




Εὐγένεια - Ἀναγέννηση


Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου*


«Ἦν δὲ ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων τῶνουδαίων· οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ραββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ’ αὐτοῦ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· Πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι. μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, Δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶν πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος. ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις;»

 (Ἰωάν. γ΄ 1-10)


   Στὴν συζήτηση αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ Νικοδήμου βλέπουμε δύο πράγματα: Πῶς ὁμιλεῖ καὶ τὶ ὁμιλεῖ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸν ἑαυτό μας. Ἂς δοῦμε καὶ τὰ δύο.

   α΄) Ἡ συνομιλία Ἰησοῦ καὶ Νικοδήμου. Αὐτὴ φανερώνει δύο σπουδαιότατα πράγματα τὴν εὐγένεια τοῦ Κυρίου ἔναντι τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἀνακαίνιση, τὴν ἀναγέννηση, ποὺ ζητεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸν Νικόδημο.

    Καὶ ἡ εὐγένεια τοῦ Κυρίου συνίσταται στὰ ἑξῆς: Ὁ Νικόδημος ἦταν ἄρχοντας, μέλος τοῦ Μ. Συνεδρίου καὶ εἶδε πολλὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπρεπε γιὰ ἀμφότερους τοὺς λόγους νὰ εἶχε περισσότερο θάρρος νὰ παρρησιάζεται γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅμως! Πηγαίνει νύκτα στὸ φῶς! Ὁ δὲ Κύριος οὐδόλως ἐλέγχει τὴν μικρὴ αὐτὴ ἀδυναμία του, διότι ὁ Κύριος «κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξῃ καὶ λῖνον τυφόμενον οὐ σβέσει». Ἰδοὺ ἡ πρώτη εὐγένειά Του! Δεύτερη· ὁ Νικόδημος ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦ ὡς «ἀπὸ Θεοῦ ἐληλυθότα». Ὁ Κύριος ἔχει τὴν δύναμη νὰ στρέψει τὴν συζήτηση ἀλλοῦ, ἀπ’ ὅπου θὰ προέλθει ὠφέλεια τοῦ Νικοδήμου καὶ ὄχι τροφὴ τῆς αὐταρέσκειας τοῦ δικοῦ του προσώπου. Ἡ εὐγένεια αὐτὴ εἶναι λεπτότερη, βαθύτερη, δυσκολώτερη, διότι ἡ ἀποφυγὴ τοῦ αὐθόρμητου ἐπαίνου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸν ἄλλο πρὸς ἐσένα εἶναι πολὺ δύσκολη, ἐπειδὴ ὁ αὐθόρμητος ἔπαινος εἶναι τὸ μεθυστικώτερο παντὸς ἄλλου ποτὸ στὸν ἐπαινούμενο. Ὥστε ὁ Χριστὸς ἀποφεύγει τὸν ἔλεγχό Του πρὸς ἄλλον γιὰ κάποια μικρὴ ἀδυναμία καὶ τὴν κολακεία τῶν ἄλλων πρὸς τὸν ἑαυτό Του. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Νικόδημος ποὺ ἦταν μέλος τοῦ Συνεδρίου ἔπρεπε νὰ καταλαβαίνει ἀπὸ πνευματικὰ ζητήματα. Ἀποδεικνύεται ὅμως ἀμαθής. Ὁ Κύριος ἔχει τὴν εὐγένεια τῆς ὑπομονῆς νὰ τὸν διαφωτίζει μὲ παραδείγματα. Ὁ Νικόδημος καὶ πάλι φανερώνεται ὄχι ἀμαθὴς ἀλλὰ καὶ ἀνεπίδεκτος μαθήσεως καὶ λέγει· «πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι;» Ὁ Κύριος δὲν ὀργίζεται οὔτε βρίζει οὔτε ἀποπέμπει αὐτὸν ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποιον ἐλαφρὸ ἔλεγχο, ὅτι ὤφειλε ὡς μέλος τοῦ Συνεδρίου νὰ τὰ γνωρίζει αὐτά, μεταβαίνει ἀπὸ τοῦ διαλόγου (στίχ. 1-10) στὸν μονόλογο (στίχ. 11-21), διὰ τοῦ ὁποίου τὸν διδάσκει καὶ πάλι.

    Ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι λιγώτερο ἀξιοπρόσεκτο. Ὁ Νικόδημος νομίζει, ὅτι ἡ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν φλέβα τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ἀρκετή, γιὰ νὰ εἰσέλθει κάποιος στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: δὲν θὰ σώσει τὸ αἷμα τοῦ Ἀβραὰμ ἀλλὰ ἡ ἄνωθεν γέννηση, ἡ ἀναγέννηση, τὸ Χριστιανικὸ βάπτισμα «δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Καὶ ἡ ἀναγέννηση αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι «ἄνωθεν» δηλαδὴ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γίνει καινούργιος, ὁλοκαίνουργος ψυχικά, γιὰ νὰ γίνει μέλος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καινούργιο μυαλό, καινούργια καρδιά, καινούργια θέληση. Τὸ μυαλό μας γίνεται καινούργιο μὲ τὴν ἀλήθεια ποὺ τὸ φωτίζει. Ἡ καρδιὰ γίνεται καινούργια μὲ τὴν χαρά. Ἡ θέληση γίνεται καινούργια μὲ τὴν ἐλπίδα. Ὑπάρχει καινουργότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀλήθεια; Ὄχι. Ὑπάρχει καινουργότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ ἐλπίδα; Οὔτε. Ἡ Χριστιανικὴ ἐλπίδα εἶναι ἐκείνη ποὺ σὲ κάμνει πάντοτε καινούργιον, ἔστω καὶ ἂν τὰ βάσανα σὲ πιέζουν, ἡ ἡλικία σοῦ σουφρώνει τὸ μέτωπο. Ἂν καὶ γερνᾶς, ὅσο γερνᾶς, τόσο ἡ Χριστιανικὴ ἐλπίδα σὲ ξανανιώνει, διότι ἐλπίζεις, ὅτι πλησιάζοντας τὸν θάνατο ἐγγίζεις τὴν ἀθανασία. Ὥστε γίνεσαι καινούργιος, ὁλοκαίνουργος, πάντοτε καινουργότερος διὰ τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος. Ἰδοὺ ἡ Χριστιανικὴ ἀναγέννηση, ἡ ὁποία εἶναι παντοτινὴ ἀνακαίνιση.

   β΄) Στὰ δικά μας; Ἀντὶ τῆς εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς ἡ ἀγένεια καὶ ἀντὶ τῆς ἀγάπης τῆς ψυχικῆς ἀνακαινίσεως ἡ λαχτάρα τῶν πρόσκαιρων καινούργιων πραγμάτων. Μάλιστα! Ἡ ἀγένεια! Βλέπεις ἄνθρωπο δειλὸ κάπου, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γενναιότερος. Τὸν ἐλέγχεις, τὸν τσακᾶς, τὸν ἀπογοητεύεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγένεια τοῦ συχνοῦ ἐλέγχου, τὸν ὁποῖο δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ νικήσουν κάποιοι. Σὲ ἐπαινοῦν. Σὲ θαυμάζουν. Τὸ ἔργο σου εἶναι θαῦμα, σοῦ λέγουν. Ἔχεις τὴν δύναμη νὰ στρέψεις τὴν συζήτηση ἀλλοῦ, ὅπως ἔκαμε καὶ ὁ Κύριος; Ἐὰν τὸ ἐπιτύχεις, ἡ εὐγένειά σου αὐτὴ θὰ εἶναι εὐγενέστερη τῆς πρώτης. Ἐλάχιστοι εἶναι ὅσοι ἔχουν τὴν λεπτὴ ἀλλὰ καὶ βαθειὰ τούτη εὐγένεια. Καὶ σὺ θὰ εἶσαι ἀπὸ τοὺς ὀλίγους! Εἶσαι δάσκαλος, δασκάλα, κυρία, αὐθέντης, φίλος καὶ καθηγητὴς ποὺ διδάσκει. Ἀλλὰ ὁ μαθητής σου, ὁ παραγιός σου, τὸ παιδί σου, ὁ ὑπάλληλός σου, ὁ φίλος σου δὲν εἶναι νοήμονες ἄνθρωποι. Ἔχεις τὴν εὐγένεια τῆς ὑπομονῆς νὰ τὸν διαφωτίζεις χωρὶς νὰ τὸν βρίζεις μὲ τὶς λέξεις: βλάκα, τοῦβλο, ξύλο ἀπελέκητο, ἠλίθιε καὶ μὲ κάποια ἄλλη λέξη, τὴν ὁποία ντρέπομαι νὰ τὴν πῶ καὶ ποὺ τὴν θυμούμεθα τώρα ἁμαρτάνουμε; Χονδρικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγένεια. Καὶ ὅμως πόσοι ἀπὸ μᾶς δὲν εἶναι ἔνοχοι τούτης; Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ τριπλῆ εὐγένεια τοῦ Κυρίου στὸν Νικόδημο. Χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ τριπλῆ ἀγένειά μας πρὸς τὸν πλησίον μας! «Κιθάρα καὶ τύμπανον ἡδύνουσι μέλη ὑπὲρ δὲ ἀμφότερα γλῶσσα γλυκεῖα». Ἡ γλυκειὰ γλῶσσα εἶναι, διὰ τῆς εὐγένειάς της, καλύτερη ἀπὸ κάθε μουσικὸ ὄργανο.

   Ἀλλ’ ἐκτὸς τῆς ἀγενοῦς συμπεριφορᾶς ὑπάρχει τουλάχιστον τὸ βάθος τῆς ἀνακαινίσεως; Κάθε ἄλλο. Ἀντ’ αὐτοῦ εἶναι ἡ ἐπιφάνεια: Τὰ καινούργια πράγματα ὑπὸ τὶς ποικίλες μορφές. Μᾶς ἀρέσουν δηλαδὴ τὰ καινούργια, τὰ ὡραῖα, τὰ φρέσκα, τὰ ἀφράτα, τὰ μεγάλα, τὰ ξακουστά. Ἀρέσουν τὰ ὡραῖα μάτια, τὰ καινούργια φορέματα, τὸ φρέσκο πρόσωπο, τὸ ἀφράτο σῶμα, τὰ μεγάλα σπίτια, τὰ ξακουστὰ ὀνόματα. Ἀλλοίμονο ὅμως! Τί τὰ θέλεις τὰ ὡραῖα μάτια, ὅταν κινούμενος ἀπὸ μῖσος δὲν ἔχεις τὴν δύναμη νὰ δεῖς τὸν ἀδελφό σου, ὅταν τὰ γεμίζεις δάκρυα ὄχι μετανοίας ἀλλὰ ἀμετανοησίας; Τί τὴν θέλεις τὴν καινούργια σου γραβάτα καὶ τὸ κολλάρο σου, ὅταν ὁ λαιμὸς πνίγεται καὶ τὸ στῆθος σου βράζει ἀπὸ θυμὸ καὶ ἐκδίκηση; Τί τὸ θέλεις τὸ φρέσκο σου πρόσωπο καὶ κοιμᾶσαι τὸ μεσημέρι γιὰ νὰ τοῦ δώσεις χρῶμα χαρούμενο, ὅταν ἀπὸ τὴν ψυχή σου λείπει ἡ χαρά; Τί τὸ θέλεις τὸ ἀφράτο σου σῶμα, ποὺ εἶναι ἀφρὸς στὸν ἀφρό, ὅταν τὸ μυαλό σου εἶναι πούπουλο στὸν ἄνεμο; Τί τὸ θέλεις τὸ ὄνομα, ὅταν σοῦ λείπει ἡ χάρη; Τί τὰ θέλεις τὰ καλλιμάρμαρα σπίτια, ὅταν ἡ ψυχή σου δὲν ἔχει βρεῖ ἀνάπαυση; Ὄχι! Πρῶτα νὰ γίνει καινούργια ἡ ψυχή, ὡραία, ἀφράτη, πάντοτε φρέσκια καὶ κατόπιν τὰ ἄλλα πράγματα.

   Ἰδοὺ ἡ εὐγένεια τῆς γλώσσας καὶ τὸ βάθος τῶν νοημάτων τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ ἡ ἀγένεια καὶ ἡ ἐπιφάνεια ἡ δική μας. Ἂς ἀποκτήσουμε εὐγένεια καὶ τὸ βάθος τοῦ Κυρίου ἤτοι: τρόπο καλὸ καὶ περιεχόμενο βαθύ!

   Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εὐγενικῆς συμπεριφορᾶς καὶ βαθύτητας περιεχομένου εἶναι τὸ παράδειγμα ἑνὸς Ἱεραποστόλου στὴν Ἰαπωνία. Ὁ Φραγκίσκος Ξαβιὲ εἶναι ὁ ἔνδοξος ἱεραπόστολος τῆς Ἰαπωνίας. Κάποτε κηρύττοντας σὲ μιὰ πόλη τῆς Ἰαπωνίας ἐμπαίχθηκε ἀπὸ μερικοὺς Ἰάπωνες. Ἕνας μάλιστα αὐθαδέστερος τῶν ἄλλων τὸν πλησίασε, κατὰ τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε, δῆθεν ὅτι ἔχει νὰ τοῦ ἀνακοινώσει κάτι ἰδιαιτέρως. Ἀντὶ ὅμως νὰ τοῦ πεῖ κάτι, τὸν φτύνει. Ὁ Ἱεραπόστολος χωρὶς νὰ πεῖ οὔτε λέξη, οὔτε νὰ δείξει σημεῖο ὀργῆς ἢ ἐξάψεως, ἔλαβε τὸ μαντήλι του σπόγγισε τὸ πρόσωπό του καὶ ἐξακολούθησε τὴν ὁμιλία του, σὰν νὰ μὴ εἶχε συμβεῖ τίποτα. Ὁ παριστάμενος ἄρχοντας τῆς πόλεως κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ψυχραιμία τοῦ ἱεραποστόλου εἶπε: Νόμος, ὁ ὁποῖος δίδει τέτοιο θάρρος στοὺς ὀπαδούς του, εἶναι Θεῖος. Θαυμάσιος συνδυασμὸς συμπεριφορᾶς καὶ περιεχομένου!


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», δεύτερος τόμος, Καλάμαι 1952, σελ. 81-83. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)