Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Ἡ εὐωδία τῆς Ὀρθοδοξίας




Ἡ  εὐωδία  τῆς  Ὀρθοδοξίας


   Σὲ κάποια πόλη τῆς Ἀρμενίας, ὑπῆρχαν κοπάδια προβάτων ποὺ τὰ ἔβοσκαν μαζὶ χριστιανόπουλα καὶ ἑβραιόπουλα.

   Μιὰ μέρα, ποὺ συνάχθηκαν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ φᾶνε ψωμί, ρωτοῦσαν ἕνα μικρὸ ἑπτάχρονο Ἰουδαῖο ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ:

   - Γιατί δὲν γίνεσαι Χριστιανός;

   Ἐκεῖνος ἔλεγε ὅτι φοβᾶται τοὺς γονεῖς του.

   - Ἐὰν θέλεις ἐσύ, τοῦ ἔλεγαν τὰ χριστιανόπουλα, ἐμεῖς θὰ σὲ βαπτίσουμε τώρα ἐδῶ.

   Ἀφοῦ λοιπόν, δέχθηκε τὸ ἑβραιόπουλο νὰ βαπτισθεῖ, σηκώθηκαν τ᾿ ἄλλα παιδιὰ κι ἄρχισαν νὰ λέγουν κάποια λόγια τοῦ βαπτίσματος ὅπως τἄκουγαν στὴν Ἐκκλησία ἀπ᾿ τοὺς ἱερεῖς, καὶ βάπτισαν τὸ παιδὶ στ᾿ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔπειτα πήρανε ψωμί, τὸ εὐλόγησαν καὶ τοὔδωσαν λέγοντας:

   - Λάβε κοινώνησε ὅπως κ᾿ ἐμεῖς.

   Καὶ τὸ παιδάκι ἔφαγε.

   Σὰν ἐπέστρεψε τὸ βράδυ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του, κάθισε ὁ μικρὸς μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Μιὰ ὑπερφυσικὴ ὅμως, καὶ οὐράνια εὐωδία διαχύθηκε σ᾿ ὅλο τὸν τόπο. Κλείσανε τὶς πόρτες οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ δοῦν μήπως κι ἐρχόταν ἀπ᾿ ἔξω, μὰ περισσότερο ἐξαπλώθηκε τὸ ἀσυνήθιστο αὐτὸ ἄρωμα. Τότε, μυρίζοντας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ στόμα, βρῆκαν ὅτι τὸ παιδὶ εὐωδίαζε ὅλο ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ ὣς τὰ πόδια! Κι ἄρχισαν νὰ τὸ ρωτοῦν τὶ τοῦ συνέβηκε. Ὁ μικρὸς δὲν ἤθελε νὰ πεῖ, μὰ τὸν πίεσαν πολύ, κ᾿ ἔτσι ὁμολόγησε ὅτι τὸν βάπτισαν τ᾿ ἄλλα βοσκόπουλα.

   Ἐθύμωσαν πολύ, καὶ τὸ ἔδειραν ἀνελέητα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ γίνουν μὲ τὰ χέρια τους οἱ ἴδιοι φονιάδες, τὸ ἔφεραν στὰ δημόσια λουτρὰ ποὺ ἦταν ὑπεύθυνος θερμαστὴς κάποιος Ἑβραῖος καὶ τὸ παρέδωσαν σ᾿ αὐτὸν γιὰ νὰ τὸ κάψει. Ἐκεῖνος, τὸ ἔρριξε στὴ φωτιά, κι ἀφοῦ ἔφραξε καλὰ τὸ στόμιο τοῦ λέβητα, ἀνεχώρησε.

 

   Τὸ πρωΐ, θέλησε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς νὰ λουσθεῖ κ᾿ ἦλθε στὰ λουτρά, μὰ βρῆκε ὅλους τοὺς θόλους ψυχροὺς κι ἄρχισε νὰ θυμώνει μὲ τὸν ὑπεύθυνο. Ὁ καύστης ὅμως, ποὺ γνώριζε πὼς εἶχε φροντίσει γιὰ τὴ δουλειά του, ἔδειχνε ὡς μάρτυρες ὅσους εἶχαν λουσθεῖ τὴν προηγούμενη μέρα, καὶ βεβαίωνε ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐπειδὴ θὰ ἐρχόταν ὁ Ἐπίσκοπος τὰ ἔκαυσε περισσότερο.

   Τοῦ λέει τότε ὁ Ἐπίσκοπος ὀργισμένος:

   - Ἂς πᾶμε στὸ καμίνι νὰ δῶ.

   Ἦλθε στὸ καμίνι, λοιπόν, βρῆκε τὸ στόμιο φραγμένο μὲ πηλὸ καὶ διέταξε νὰ τὸ ἀνοίξουν. Εὐθὺς μόλις τἄνοιξαν, πήδησε τὸ παιδὶ ἔξω, ἔχοντας τὸ πρόσωπό του ὄμορφο καὶ φωτεινὸ σὰν Ἀγγέλου!

   Ἐθαύμασε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πρόσταξε νὰ συλληφθοῦν οἱ θερμαστές, κι ἐξετάζοντάς τους ἔμαθε ὅλη τὴν ἀλήθεια.

   Ὁ μικρὸς φανέρωσε πώς, ὅταν ρίχθηκε στὸ καμίνι τῶν λουτρῶν, εἶδε τὸ σχῆμα μιᾶς ὁλόλαμπρης γυναῖκας, ἡ ὁποία ἔσβησε τὴν φλόγα καὶ τὸν δρόσιζε. Καὶ ὅλοι κατάλαβαν, πὼς ἦταν ἡ Κυρία Θεοτόκος!


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)