Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Ἡ Ἔγερση τοῦ δικαίου Λαζάρου

          
Ἡ Ἔγερση τοῦ δικαίου Λαζάρου


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*   


Θρηνεῖς Ἰησοῦ· τοῦτο θνητῆς οὐσίας·
Ζωοῖς φίλον Σου· τοῦτο θείας ἰσχύος.


   Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τοῦ ἕκτου Σαββάτου τῶν Ἁγίων Νηστειῶν ἑορτάζουμε τὴν ἀνάσταση τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου τοῦ τετραημέρου. Τοῦτος ἦταν Ἑβραῖος στὸ γένος, Φαρισαῖος στὴν αἵρεση, καὶ γυιός, καθὼς λέγεται, τοῦ Φαρισαίου Σίμωνος, ἀπ’ τὸ μικρὸ χωριὸ Βηθανία καταγόμενος, κι’ ἔγινε φίλος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀφορμή: Συνεχῶς ὁ Χριστὸς συνομιλοῦσε μὲ τὸν Σίμωνα, ἐπειδὴ κι᾿ αὐτὸς πίστευε τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων, καὶ συχνότερα ἐρχόταν στὴν οἰκία του· κι’ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν αἰτία ὁ Λάζαρος δέχθηκε τὴν γνησιότητα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο του ἀδελφές, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία. Τὸν καιρὸ δὲ ποὺ πλησίαζε τὸ Σωτήριο Πάθος, ἐπειδή ἦταν ἀνάγκη νὰ βεβαιωθεῖ ἀκριβέστερα τὸ Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, ἀφοῦ ἀνέστησε πρῶτα τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὴν τὸν γυιὸ τῆς χήρας, βρισκόταν καὶ διέτριβε ὁ Ἰησοῦς στὸ πέρα μέρος τοῦ Ἰορδάνου· καὶ τότε ὁ φίλος του Λάζαρος ἀρρώστησε βαρειά καί πέθανε.

Καὶ ὁ Ἰησοῦς λέγει πρὸς τοὺς Μαθητές του: Λάζαρος ὁ φίλος μας κοιμήθηκε· ἔπειτα ἀπὸ λίγο λέγει φανερά: Ὁ Λάζαρος πέθανε. Ἀφήνοντας, λοιπόν, τὸν Ἰορδάνη ἔρχεται στὴ Βηθανία.
Ἀπέχει δὲ ἡ Βηθανία ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ὡς δύο μίλια. Μαθαίνοντας οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου ὅτι ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς, πῆγαν σὲ προϋπάντησή του, πρῶτα ἡ Μάρθα, ὕστερα καὶ ἡ Μαρία, κλαίγοντας καὶ οἱ δύο καὶ λέγοντας: Κύριε, ἂν τυχὸν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θά ᾿χε πεθάνει ὁ ἀδελφός μας, ἀλλὰ καὶ τώρα, ἐὰν θελήσεις, δύνασαι νὰ τὸν ἀναστήσεις. Κι᾿ ὁ Χριστός, σὰ νὰ μὴν ἤξερε, ἐρωτᾶ τοὺς παρόντες: Ποῦ θάψατε αὐτόν; Καὶ παρευθὺς ὅλοι κίνησαν γιὰ νὰ δείξουν τὸ μνῆμα. Πρόσταξε ὁ Ἰησοῦς νὰ σηκώσουν τὸν λίθο, τὸ σκέπασμα τοῦ τάφου, καὶ καθὼς γινόταν τοῦτο, ἡ Μάρθα φώναξε: Κύριε ἤδη βρωμάει, ἐπειδὴ εἶναι τεσσάρων ἡμερῶν νεκρός. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, δείχνοντας πὼς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἐδάκρυσε πάνω σ’ αὐτόν. Ἔπειτα κάνοντας καὶ σχῆμα προσευχῆς πρὸς τὸν Πατέρα, μετὰ ἀπ’ αὐτό, φώναξε μὲ μεγάλη φωνή: Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ παρευθὺς ὁ πεθαμένος πήδησε ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο, καὶ λύνοντας τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του πῆγε στὸ σπίτι του.
Τοῦτο τὸ ἐξαίσιο ἔργο κίνησε σὲ φθόνο τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ καὶ μαίνονται κατὰ τοῦ Χριστοῦ· καὶ πάλι ἀναχωρεῖ πρὸς ὥραν ὁ Ἰησοῦς. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς σκέφθηκαν οἱ μάταιοι νὰ φονεύσουν ἀκόμα καὶ τὸν Λάζαρο, ἐπειδὴ ἐξαιτίας αὐτοῦ πολλοὶ πίστευαν στὸν Χριστό, καὶ διὰ τοῦτο μαθαίνοντας τὴν ἐπιβουλὴ αὐτῶν μετέβη στὴ νῆσο Κύπρο· κι’ ἐκεῖ βρισκόμενος, ἀργότερα χειροτονήθηκε καὶ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Κιτιαίων. Ἀφοῦ ἔζησε καλῶς καὶ θεοφιλῶς, μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια τῆς ἀναβιώσεώς του, πάλι πέθανε¹ καὶ τάφηκε κεῖ², ἐπιτελέσας πάμπολλα θαύματα. Λέγεται δέ, ὅτι ὅσους χρόνους ἔζησε ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάστασή του, ποτὲ δὲν ἔτρωγε κάτι, χωρὶς γλύκισμα³, καὶ ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος, μὲ τὰ ἴδια Της τὰ χέρια τοῦ κατασκεύασε (κέντησε) τὸ ὠμοφόριο μὲ τὸ ὁποῖο ἱερουργοῦσε. Τούτου τὸ τίμιο καὶ ἅγιο λείψανο, κινούμενος θεόθεν ὁ σοφώτατος βασιλεὺς Λέων, τὸ μετεκόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἀπέθεσε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, τὸν ὁποῖο αὐτὸς οἰκοδόμησε, καί κεῖ βρισκόταν γιὰ πολλὰ χρόνια ἐκπέμποντας ἄρρητη καὶ θαυμαστὴ εὐωδία.
Ὁρίσθηκε δὲ ὑπό τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας, καὶ μᾶλλον ὑπὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, νὰ ἑορτάζεται ἀπ᾿ ὅλους μας κατὰ τὴν παροῦσα ἡμέρα ἡ ἔγερση αὐτοῦ ἐκ νεκρῶν, ἀφοῦ τελείωσε ἡ σαρανταήμερη νηστεία, ὕστερα ἀπὸ τὴν ὁποία διόρισαν νὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Παθῶν. Κ᾿ ἐπειδὴ τοῦτο τὸ θαῦμα περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα βρῆκαν ὡς ἀρχὴ καὶ αἰτία τῆς μανίας τῶν Ἰουδαίων κατὰ τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ διέταξαν (οἱ Ἅγιοι Πατέρες) ἐδῶ στὸν καιρὸ τοῦτο νὰ ἑορτάζεται τὸ ὑπερφυσικὸ αὐτὸ καὶ τεράστιο γεγονός, τὸ ὁποῖο μόνον ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συνέγραψε, ἐνῶ οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς τὸ ἀποσιώπησαν. Καὶ λέγουν ὅτι, γιὰ τοῦτο τό θαῦμα συνέγραψε καὶ τὸ ὑπόλοιπο Εὐαγγέλιο· καὶ ὅτι, περὶ τῆς ἀνάρχου Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, περὶ Θεολογίας, τίποτε δὲν εἶπαν οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές· διότι τοῦτο ἦταν τὸ ζητούμενο νὰ πιστευθεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ ὅτι ἀναστήθηκε, καὶ ὅτι ὑπάρχει Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, κάτι ποὺ περισσότερο πιστεύεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Καὶ τοῦτο σημειώνουν ἐπίσης, ὅτι τίποτε δὲν εἶπε ὁ Λάζαρος περὶ ὅσων εἶδε μέσα στὸν Ἅδη: ἤ, διότι δὲν τοῦ ἐπετράπη καθόλου νὰ δεῖ τί συμβαίνει στὸν Ἅδη· ἤ, ἂν εἶδε, προστάχθηκε νὰ σιωπήσει. Ἀπὸ τὸν Λάζαρο ἐκεῖνον καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ πεθαίνει, ὀνομάζεται Λάζαρος, καὶ τὸ ἐντάφιο ἔνδυμα λέγεται λαζάρωμα, θέλοντας ὁ λόγος νὰ φανερώσει τοῦτο: νὰ ἐρχόμαστε σὲ ἐνθύμηση τοῦ πρώτου ἐκείνου Λαζάρου. Ὅτι, καθὼς ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε κι᾿ ἀνέζησε, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ κάθε νεκρός, ἂν καὶ πέθανε, ὅταν θ᾿ ἀκουσθεῖ ἡ ἔσχατη σάλπιγγα, θ᾿ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ ζήσει αἰωνίως.

  Ταῖς τοῦ σοῦ φίλου Λαζάρου πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς! Ἀμήν.

____________
* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Διασκευασμένο φραστικῶς ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.
_____________
1. Κατὰ τὸ ἑξηκοστὸ τρίτο (63) ἔτος τῆς ἡλικίας του.
2. Ὁ δεύτερος αὐτὸς τάφος τοῦ Δικαίου Λαζάρου σώζεται μέχρι σήμερα, καὶ φέρει ἐπιγραφὴ λέγουσα: «Λάζαρος ὁ τετραήμερος, φίλος τοῦ Χριστοῦ».
3. Ποτὲ δὲν μποροῦσε νὰ φάει κάτι χωρὶς νὰ τὸ συνδυάσει μὲ γλυκό, λόγῳ τῆς πίκρας ποὺ ἄφησε στὴν γεύση του ὁ Ἅδης. Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης, εἶναι καὶ τὸ ὅτι, μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἔγερσή του, ποτὲ δὲν γέλασε, παρὰ μόνον ὅταν εἶδε κάποιον νὰ κλέβει ἕνα πήλινο ἀγγεῖο. Τότε μειδίασε λέγοντας: «Τὸ ἕνα χῶμα κλέβει τὸ ἄλλο». Κι᾿ ἔκαμε ἔτσι, ἐπειδὴ θυμόταν πάντοτε τὸν πικρὸ θάνατο καὶ τὴν φοβερώτατη κόλαση ποὺ γεύθηκε.
4. Δὲν ἔγραψαν περὶ τοῦ Λαζάρου τίποτε στὰ Εὐαγγέλιά τους οἱ ἄλλοι τρεῖς συνοπτικοὶ Εὐαγγελιστές, διότι ὁ Λάζαρος ζοῦσε καὶ τὸν ἔβλεπαν· γι᾿ αὐτὸ θεώρησαν περιττὸ νὰ τὸ γράψουν. Ὅταν, ὅμως, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συνέγραψε τὸ Εὐαγγέλιό του, εἶχε πλέον πεθάνει ὁ Λάζαρος· γι᾿ αὐτό, τὸ ἔγραψε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ γιὰ νὰ μὴ λησμονηθεῖ ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα.
5. Λέγεται, ἐπίσης, καὶ σάβανο.