Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Ὅταν πεινᾶμε τρεφόμαστε καὶ τὸν φτωχὸ τὸν παρατρέχουμε…


Ὅταν πεινᾶμε τρεφόμαστε καὶ τὸν φτωχὸ τὸν παρατρέχουμε…

Μεγάλου Βασιλείου*


  Ποιό εἶναι τὸ νεώτερο στοιχεῖο τούτων τῶν καιρῶν; Ὡς μυαλωμένοι ἄνθρωποι ἂς τὸ ἐρευνήσουμε. Κι’ ἂς τὸ συλλογισθοῦμε, ὡς λογικοὶ καὶ ἱκανοὶ νὰ κρίνουμε. Μήπως δὲν ὑπάρχει Ἐκεῖνος (ὁ Θεός), ποὺ κυβερνάει τὸ σύμπαν; Μήπως ὁ ἀριστοτέχνης Θεὸς λησμόνησε τὴν ἐπιστασία; Μήπως τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δύναμη; Ἢ μήπως ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια δύναμη καὶ δὲν ἔχασε τὴν ἐξουσία, ἀλλὰ παρεξέκλινε σὲ σκληρότητα καὶ μεταποίησε τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀγαθὸ σὲ σκληρότητα καὶ τὴν κηδεμονία του, ποὺ προσφέρει σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, σὲ μισανθρωπία; Κάτι τέτοιο δὲν θὰ τὸ πεῖ κανένας, ποὺ ἔχει σωφροσύνη. Ἀλλὰ εἶναι φανερὲς καὶ γνωστὲς οἱ αἰτίες, οἱ ὁποῖες μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς παρασύρουν νὰ μὴν αὐτοσυγκρατούμαστε. Παίρνοντας ἐμεῖς ἀγαθά, δὲν δίνουμε σὲ ἄλλους. Ἐπαινοῦμε τὴν πράξη τῆς εὐεργεσίας καὶ τὴν στεροῦμε ἀπὸ κείνους, ποὺ τὴν ἔχουν ἀνάγκη. Εἴμαστε δοῦλοι καὶ ἐλευθερωνόμαστε καὶ τοὺς ὁμόδουλους δὲν τοὺς συμπονοῦμε. Ὅταν πεινᾶμε τρεφόμαστε καὶ τὸν φτωχὸ τὸν παρατρέχουμε. Ἔχοντας χορηγὸ καὶ ταμία τὸν Θεό, ποὺ δὲν στερεῖται ἀπὸ τίποτα, ἔχουμε γίνει φειδωλοὶ καὶ ἀκοινώνητοι στοὺς φτωχούς. Τὰ πρόβατά μας εἶναι πολύτοκα καὶ γεννοῦν πολλὰ καὶ οἱ γυμνοί, ποὺ δὲν ἔχουν ροῦχο νὰ φορέσουν, εἶναι πολὺ περισσότεροι ἀπ’ τὰ πρόβατα. Οἱ ἀποθῆκες ἀποδεικνύονται στενὲς ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τῶν ἀποθηκευμένων καὶ τὸν πιεσμένο ἀπ’ τὴ φτώχεια δὲν τὸν ἐλεοῦμε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μᾶς ἀπειλεῖ τὸ δίκαιο δικαστήριο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀνοίγει τὸ χέρι Του, ἐπειδὴ ἐμεῖς ἔχουμε ἀποκλείσει τὴ φιλαδελφία. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ξερὰ τὰ χωράφια μας, ἐπειδὴ πάγωσε ἡ ἀγάπη…

       Ἂς ἀποδείξουν, λοιπόν, αὐτοὶ ποὺ ἐκτιμοῦν τὴν πλεονεξία, αὐτοί, ποὺ μαζεύουν, μὲ ὑπερβολή, τὸν πλοῦτο, ποιά εἶναι ἡ δύναμη τῶν θησαυρισμάτων ἢ ποιό εἶναι τὸ ὄφελος, ἂν ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς ὀργιστεῖ ὁ Θεὸς καὶ παρατείνει τὴν τιμωρία. Ἴσως αὐτοί, ποὺ σωρεύουν τὸν πλοῦτο, νὰ γίνουν ὠχρότεροι ἀπ’ τὸ χρυσάφι, ἂν δὲν ἔχουν τὸ ψωμί, ποὺ ἴσαμε χθὲς καὶ προχθὲς τὸ καταφρονοῦσαν, ἐξ αἰτίας τῆς εὐκολίας καὶ τῆς ἄνεσης, μὲ τὴν ὁποία τὸ προμηθεύονταν. Ὑπόθεσε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνος, ποὺ πουλάει τὸ ψωμί, οὔτε ὑπάρχει σιτάρι στὶς ἀποθῆκες. Τότε, σὲ τί μᾶς χρειάζονται τὰ βαρυφορτωμένα βαλάντια; πές μου. Δὲν θὰ ταφεῖς μαζὶ μ’ αὐτά; Ὁ χρυσὸς δὲν εἶναι χῶμα; Δὲν εἶναι πηλὸς ἄχρηστος πλάϊ στὸ σῶμα σου, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ πηλός; Τ’ ἀπόκτησες ὅλα καὶ δὲν ἔχεις τὸ ἕνα, ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο, τὴν δύναμη νὰ τρέφεις τὸν ἑαυτό σου. Τὸν πλοῦτο σου ὁλόκληρο κάνε τον ἕνα σύννεφο. Ἐπινόησε ἕνα ρεῦμα λίγων σταγόνων. Ἐξανάγκασε τὴ γῆ νὰ καρποφορήσει. Ἐξαφάνισε τὴ συμφορὰ τῆς ἀνομβρίας καὶ τῆς πείνας, μὲ τὸν ὑπερήφανο πλοῦτο σου, ποὺ εἶναι κρυμμένος καὶ ἀχρησιμοποίητος…

* Ὁμιλία Ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ.
(Λιμὸς = πολὺ μεγάλη πεῖνα· αὐχμὸς = ξηρασία, ἀνομβρία)