Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Θαῦμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς





Θαῦμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς


     Κάποιος ἄνθρωπος, ξεκίνησε ἀπ’ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ πολλὴ εὐλάβεια γιὰ νὰ πάει στὴ Κωνσταντινούπουλη νὰ προσκυνήσει στὸ Ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ πολλὰ κι’ ἐξαίσια θαύματα ποὺ τελοῦσε ἡ Παναγία Δέσποινα μὲ τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο, ἀπ’ τὸ ὁποῖο εἶχε μεγάλο πόθο νὰ πιεῖ, πρὸς ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς του.
Ἔλαβε λοιπόν, ἀρκετὰ χρήματα γιὰ τὸ ταξίδι του καὶ γιὰ νὰ προσφέρει στὸ Ναό, κι’ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοῖο. Κατὰ τὴ διάρκεια, ὅμως, τοῦ πλοῦ, τὸν βρῆκε βαρειὰ ἀρρώστια καὶ βλέποντας ὅτι πεθαίνει, κάλεσε τὸν ναύκληρο καὶ τοῦ λέγει:

- Νομίζω, ὅτι δὲν ἤμουν ἄξιος νὰ προσκυνήσω στὸν πάνσεπτο Ναὸ τῆς Παναγίας, οὔτε νὰ πιῶ ἀπὸ κεῖνο τὸ ἁγιώτατο ὕδωρ. Κ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἁμαρτίες μου μ᾿ ἐμπόδισαν στὸ νὰ πάω ζωντανός, σὲ ὁρκίζω στὸ ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ μὴ μὲ ρίξεις στὴ θάλασσα, ἀλλὰ νὰ μὲ βάλεις σ᾿ ἕνα σεντούκι καὶ νὰ μὲ πᾶς σ᾿ ἐκεῖνον τὸν ἱερὸ Ναό, νὰ μ’ ἐνταφιάσεις ἐκεῖ. Κ᾿ ἔτσι θἄχεις μὲν βοηθὸ τὴν Ὑπεραγία Δέσποινα, σοῦ ἀφήνω δὲ κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χρήματά μου ἑκατὸ χρυσὰ νομίσματα γιὰ τὸν κόπο σου, καὶ τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ δώσεις στὸ Ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς γιὰ μνημόσυνο τῆς ψυχῆς μου.
Τούτα λέγοντας ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, κι᾿ ἀφοῦ ἔβαλε τὸν καραβοκύρη νὰ ὁρκιστεῖ ὅτι θὰ τοῦ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία, παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Ὁ δὲ ναύκληρος φύλαξε τὸ λείψανο, καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔφθασε τὸ πλοῖο στὴ Κωνσταντινούπολη. Βγάζοντας τὸ νεκρὸ σῶμα, προσκάλεσε ἱερεῖς νὰ ψάλλουν κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν στὸ Ναὸ τῆς Ἀειπαρθένου.
Μὰ καθὼς τὸν ἔψαλλαν, φάνηκε πρέπον στὸν Ἐφημέριο ν᾿ ἀνοίξει τὸ σεντούκι, διότι δὲν βρωμοῦσε ὅπως οἱ ἄλλοι νεκροί. Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ ἄνοιξαν, ἔρριξαν πάνω στὸ λείψανο τὸν πηλὸ σταυροειδῶς, κατὰ τὴν συνήθεια, λέγοντας: τὸν πηλὸν ὁ κεραμεὺς ζωοπλαστήσας ἀνέθηκάς μοι· καὶ τὰ ἑξῆς. Τότε, ἕνας ἀπ᾿ τοὺς συντρόφους τοῦ πλοίου, ἀφοῦ πῆρε λίγο ὕδωρ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ πλησίασε τὸν νεκρὸ τοῦ εἶπε:
- Ὦ φτωχέ, πόθο εἶχες νὰ πιεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁγιασμένο ὕδωρ καὶ δὲν πρόφθασες· ἀλλά, ἂν καὶ νεκρὸς τώρα, δέξου το…
Ἔτσι λέγοντας, ἔχυσε τὸ νερὸ στὸ λείψανο, κι᾿ εὐθὺς -ὦ τῶν ὑπερφυῶν θαυμασίων σου ζωοπάροχε Δέσποινα!- σηκώθηκε ὁ νεκρὸς καὶ ἀνεκάθησε, δοξάζοντας τὸν Κύριο καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο!...
Πόση ἔκπληξη, νὰ ἔλαβαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι καὶ μάλιστα οἱ ναῦτες, ποὺ τὸν εἶδαν νὰ πεθαίνει κ’ ἦσαν μαζί του τέσσερις μέρες στὸ πλοῖο, καὶ ἰδοὺ τώρα τὸν βλέπουν ἀναστημένο ὡς ἄλλον τετραήμερο Λάζαρο;
Κι᾿ ἐκεῖνοι μὲν περισσῶς ἐθαύμασαν, ὁ δὲ νεκρόγερτος, εὐχαρίστησε ἱκανῶς τὴν Παντάνασσα Παρθένο καὶ δὲν ἀστόχησε τὴν εὐεργεσία. Ἀλλ᾿ ὡς εὐγνώμων καὶ πιστός, ἔμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του στὸ Ναὸ Της, ὑπηρετῶντας μετὰ πάσης προθυμίας· ἔγινε δὲ Μοναχὸς εὐλαβὴς κ’ ἐνάρετος.
Ἐρχόντουσαν πολλοὶ ἀπὸ διαφόρους τόπους, καὶ τὸν ρωτοῦσαν γιὰ τὸν Ἅδη, ἀλλ᾿ αὐτὸς τίποτε δὲν ἀποκρινόταν ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος. Ἀφοῦ δὲ ἔζησε, μετὰ τὴν ἀναβίωσή του, μὲ θαυμαστὴ καὶ θεάρεστη πολιτεία γιὰ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια, ἔπειτα ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ…


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)