Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Ἡ Ζωηφόρος Ἀνάσταση



Ἡ Ζωηφόρος Ἀνάσταση

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνας,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα.


Τήν Ἁγία καί μεγάλη Κυριακή τοῦ Πάσχα, ἑορτάζουμε τήν ζωηφόρο καί φωτοφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία καί Πάσχα ἀπό τήν ἑβραϊκή γλῶσσα ὀνομάζουμε, τό ὁποῖο στή δική μας γλῶσσα θέλει νά πεῖ διάβαση¹. Ἐπειδή, ὅταν ὁ Θεός ἀποφάσισε νά ἐλευθερώσει τό ἑβραϊκό γένος ἀπ᾿ τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου, ἀφοῦ μέ πολλές πληγές πίεσε τόν Φαραώ νά τούς ἀπολύσει γιά νά φύγουν, στήν ὁλοϋστερινή (=τελευταία) πληγή, πού ἦταν ὁ θάνατος ὅλων τῶν πρωτοτόκων, γνωρίζοντας ὁ Θεός πώς τότε ἐξ ἀνάγκης ἔμελλε νά τούς δώσει τήν ἄδεια, πρόσταξε τόν Μωϋσῆ νά πεῖ σ’ ὅλον τόν λαό τῶν Ἑβραίων ἐκείνη τή νύκτα νά σφάξει κάθε σπίτι ἕνα χρονιάρικο κριάρι καί νά τό κάμουν ὁλάκερο ὀπτό (= ψητό), κι᾿ ὅλη τή νύκτα ἐκείνη νά τό φάγουν ὅλο, ὀρθοί, μέ ἄζυμα, μέ ὑποδήματα στά πόδια καί σπουδαστικά (= βιαστικά), διατί λέγει αὐτό εἶναι Πάσχα, δηλ. διάβαση. Διότι τό πρωΐ ξημερώνοντας ἔμελλε νά διαβοῦν τήν Ἐρυθρά Θάλασσα διά ξηρᾶς καί νά περάσουν στήν ἀντικρυνή ἔρημο, καί ἔτσι νά γλυτώσουν παντελῶς ἀπό τήν τυραννία τῶν Αἰγυπτίων.

Καί λοιπόν, καθώς ἐκεῖνος τότε ὁ ἀμνός ὀνομάσθηκε Πάσχα, ἐπειδή φανέρωνε τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, ἔτσι καί ᾿δῶ ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἔγινε σέ μᾶς νοητό κι᾿ ἀληθινό Πάσχα, γιατί μᾶς διεβίβασε καί μᾶς πέρασε ἀπ᾿ τήν ἁμαρτία στήν οὐράνια ἀφθαρσία, ἐλευθερώνοντάς μας ἀπό τήν τυραννία τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τοῦ σατανᾶ. Πρέπει ὅμως νά ξέρουμε, ὅτι κατά τούς θείους Πατέρες, κατεβαίνοντας ὁ Κύριος στόν Ἅδη δέν τούς ἀνέστησε ὅλους, ἀλλ᾿ ὅσους πίστεψαν σ᾿ Αὐτόν· καί πίστεψαν ὅσοι ἀξιώθηκαν νά δοῦν ἀκτῖνα τῆς Θεότητος Αὐτοῦ. Κι᾿ ἀξιώθηκαν ὅσοι, κατά τό δυνατόν, εἶχαν βίο καθαρό. Ἀλλά τίς ψυχές τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίων, τίς ὁποῖες ὁ Ἅδης βιαίως κρατοῦσε, τίς ἐλευθέρωσε καί σ’ ὅλους χάρισε τήν ἀνάβαση στούς οὐρανούς. Διά τοῦτο, μέ ἀπερίγραπτη χαρά καί μ᾿ ὅλη τή λαμπρότητα ἑορτάζουμε τήν ἁγία Ἀνάσταση, βλέποντας τήν ἀφθαρσία, μέ τήν ὁποία ἡ φύση μας ἐπλούτησε διά τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ μας. Κάνουμε αὐτή τήν ἡμέρα καί τόν συνηθισμένο ἀσπασμό, δείχνοντας μέ τοῦτο τήν κατάλυση (διάλυση) τῆς παλαιᾶς ἔχθρας καί τήν ἕνωση μέ τόν Θεό καί τούς Ἀγγέλους.

Ἀλλ᾿ ἄς δοῦμε πῶς ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου:
Κατά τό μέσον τῆς νύκτας ἔγινε μέγας σεισμός, διότι Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε κι᾿ ἀπεκύλισε τόν λίθο ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου. Ἀπ᾿ τό σεισμό αὐτόν οἱ στρατιῶτες πού φυλάγανε τόν Τάφο κατατρόμαξαν κι᾿ ἔφυγαν πολύ βιαστικά, κ᾿ ἔτσι, βρῆκαν καιρό οἱ γυναῖκες πού ἐρχόντουσαν μέ τά μῦρα, γιά νά ἀλείψουν τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καί μπῆκαν στόν Τάφο. Τότε, πρώτη πού εἶδε ἀναστάντα τόν Χριστό στάθηκε ἡ Κυρία ΘεοτόκοςΜητέρα τοῦ Ἰησοῦ μας ἀντάμα μέ τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή. Ἀλλά γιά νά μήν ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάσταση, ἀπό τήν οἰκείωση τῆς Μητέρας, διά τοῦτο οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστές λέγουν συνεσκιασμένως (= συγκεκαλυμμένα) ὅτι ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία, καί νοεῖται ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ· καί ἄλλος Εὐαγγελιστής λέγει «φάνηκε πρῶτα στήν Μαρία τήν Μαγδαληνή», πού ἦταν δηλαδή ἀνύποπτο πρόσωπο. Ἀφοῦ, λοιπόν, οἱ ἁγίες Μυροφόρες Γυναῖκες εἶδαν καί προσκύνησαν τόν Χριστό καί τά πόδια Του κράτησαν, ἔτρεξαν μετά χαρᾶς καί ἀνήγγειλαν στούς Μαθητές ὅτι ὁ Διδάσκαλος ὄντως ἀνέστη, καί ὅτι αὐτές Τόν εἶδαν καί Τόν προσκύνησαν καί ἀπό τό γλυκύτατο στόμα Του ἄκουσαν τό «Χαίρετε»². Γιατί ἔπρεπε βέβαια, τό γένος ἐκεῖνο πού πρῶτο ἄκουσε «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα»³, αὐτό πρῶτο νά δεχθεῖ καί τήν χαρά. Ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς κατ᾿ ἐξοχήν γνωστική, ἀφοῦ εἶδε μιά φορά τόν Ἰησοῦ ἀναστάντα καί δέχθηκε τήν χαρά, δόξασε τόν Θεό, καί εἰς τό ἑξῆς δέν θέλησε νά ἐπανέλθει στόν Τάφο, ἀλλ᾿ ἔμεινε νά ἡσυχάζει. Μά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, πῆγε καί πάλι στό μνημεῖο, κι᾿ εἶδε γιά δεύτερη φορά τόν Χριστό, καί θέλησε ἐκ δευτέρου νά πιάσει τά ἄχραντα πόδια Του, ὅμως, γιά τήν μάταιη περιέργειά της, ἐμποδίσθηκε, ἀκούγοντας ἀπό Ἐκεῖνον τό «μὴ μου ἅπτου». Καί στάλθηκε ἀπ᾿ Αὐτόν ὡς ἀπόστολος στούς Ἀποστόλους, λέγοντας: «Πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου, καί πές σ᾿ αὐτούς ὅσα εἶδες κι᾿ ὅσα ἄκουσες».
Σέ ποιά ὥρα ἀναστήθηκε ὁ Κύριος κανείς δέν γνωρίζει σαφῶς. Κάποιοι εἶπαν ὅτι στό πρῶτο λάλημα τῶν πετεινῶν. Ἄλλοι, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμός, καί ἄλλοι ἄλλον καιρό. Ἀναστήθηκε δέ, ὅπως ἀκριβῶς καί γεννήθηκε, δηλαδή, χωρίς νά χαλάσουν καθόλου οἱ σφραγῖδες τοῦ Τάφου, ὅπως καί εἰσῆλθε ἀργότερα στούς Μαθητές κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Κι ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα τοῦτα, ἰδού, ἔφθασαν κάποιοι ἀπ᾿ τούς φύλακες τοῦ Τάφου καταφοβισμένοι στούς Ἀρχιερεῖς, καί τούς ἀναγγέλουν ὅλα τά συμβάντα. Κι ἐκεῖνοι, ἀκούγοντας αὐτά, μή γνωρίζοντας καί μή μπορῶντας νά πράξουν κάτι ἄλλο, κατέφυγαν στό ψεῦδος καί στήν ἀσύστατη συκοφαντία·  μέ ἀργύρια ἱκανά(πολλά), κατέπεισαν τούς στρατιῶτες νά κηρύξουν, ὅτι ἀποκοιμήθηκαν καί τότε πῆγαν οἱ Μαθητές τοῦ Ἰησοῦ κ᾿ ἔκλεψαν τό Σῶμα Του.
Καί τ᾿ ὅτι ἐπινόημα καί συκοφαντία ὑπῆρξε ὁ λόγος αὐτός εἶναι ὁλοφάνερο, διότι οἱ Μαθητές ἦσαν κρυμμένοι καί κλεισμένοι ἀπ᾿ τό φόβο τῶν Ἰουδαίων· πῶς, λοιπόν, θ᾿ ἀποτολμοῦσαν νά κάμουν ἕνα τέτοιο ἔργο, ὅταν μάλιστα ἤξεραν ὅτι καί οἱ στρατιῶτες γιά τοῦτο καί μόνο διορίσθηκαν νά φυλάγουν, γιά ν᾿ ἀποτρέψουν τούς Μαθητές; Κι᾿ ἔπειτα, ἄς ὑποθέσουμε, ὅτι τόλμησαν νά ριψοκινδυνεύσουν· πῶς, ὅμως, ἐκεῖνοι πού πήγαιναν μέ τόσο πολύ φόβο θέλησαν νά καθίσουν καί νά ξεκολλήσουν τό σινδόνι ἀπ᾿ τό Σῶμα γιά νά πάρουν γυμνό τό Σῶμα καί νά φύγουν, τήν στιγμή, πού μποροῦσαν νά τό πάρουν ὅπως ἦταν μαζί μέ τό σινδόνι καί νά φύγουν τό γρηγορώτερο, γιά νά μή τούς καταλάβουν χρονοτριβῶντας; Τόσο ἀσυλλόγιστο πρᾶγμα εἶναι ἡ κακία. Τέλος πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι μέ πολλούς τρόπους οἱ διδάσκαλοι δοκιμάζουν νά βροῦν σωστά τριήμερη τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος. Ὅμως φαίνεται, πώς συντομώτερα ἀπ᾿ τήν τριήμερη ὑπόσχεση ὁ Κύριος ἔκαμε τήν εὐεργεσία Του σέ μᾶς.

          Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει ἀπὸ ψυχῆς νὰ τοῦ προσφέρωμε τὴν εὺχαριστία καὶ τὴν δόξα, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων! Ἀμήν.

____________
* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Διασκευασμένο φραστικῶς ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.
_____________
1. Ἀπό τό ἀραμαϊκό pascha, καί τό ἑβραϊκό pesáh: πέρασμα, παρέλευση, διάβαση.
2. Ματθ. κη΄ 9.
3. Γεν. γ΄ 16.
4. Ἰωάν. κ΄ 17.
5. Ἡ Ἀνάσταση ἔγινε τή νύκτα τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, ἡ ὁποία ὑπό τῶν Εὐαγγελιστῶν ὀνομάζεται πρώτη Σαββάτου καί μία Σαββάτων, δηλ. πρώτη ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος. Ἦταν ἡ Κυριακή 25η τοῦ μηνός Μαρτίου. Ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριός μας κατέβηκε ἐξ οὐρανοῦ καί σκήνωσε (κατοίκησε) στήν μήτρα τῆς Πανάγνου Ὑπεραγίας Θεοτόκου!