Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Παραδόθηκε στὴν προσευχή…




Παραδόθηκε στὴν προσευχή


     ναν εὐλαβέστατο νέο μοναχό, ὀνομαζόμενο Λιβερτῖνο, τὸν συνάντησαν καθ᾿ ὁδὸν κόμης τῶν Γότθων Δάριδας μαζὶ μὲ τὸν στρατό του. Μερικοὶ λοιπὸν στρατιῶτες τὸν κατέβασαν ἀπ’ τὸ ἄλογο ποὺ ἵππευε καὶ τὸ πήρανε μαζί τους. δὲ Λιβερτῖνος, ἀφοῦ ὑπέμεινε πρόθυμα τὴν ἀφαίρεση τοῦ ἵππου, τοὺς παρέδωσε καὶ τὸ φραγγέλιο ποὺ κρατοῦσε λέγοντάς τους:
          — Λάβετε καὶ τοῦτο νὰ τὸ ἔχετε, διότι, πῶς ἀλλιῶς θὰ ὁδηγεῖτε τὸ ζῶο;
          Ἔπειτα, παραδόθηκε στὴν προσευχή.


          Οἱ Γότθοι τρέχοντας πάρα πολύ, φθάσανε σὲ κάποιο ποτάμι λεγόμενο Βουλτοῦρνο. Ἄρχισαν λοιπόν, ὁ καθένας νὰ χτυπᾶ τ’ ἄλογό του μὲ τὸ θηκάρι τοῦ σπαθιοῦ, καὶ νὰ τὸ κεντᾶ μὲ τὰ σπειρούνια, ὅμως τὰ ζωντανὰ κτυπούμενα ὑπέμεναν τὸν κόπο, ἀλλὰ νὰ κινηθοῦν δὲν μποροῦσαν. Τόσο πολὺ φοβοῦνταν νὰ πλησιάσουν τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ σὰ νὰ ἤτανε θανάσιμος γκρεμὸς. Κι ἀφοῦ γιὰ πολλὴν ὥρα κτυπῶντας τοὺς ἵππους κουράσθηκαν, ἕνας ἐξ αὐτῶν εἶπε:
— Γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ κάναμε στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ μᾶς συμβαίνουν τοῦτα.
Κι ἀμέσως, γυρίζοντας πίσω βρίσκουν τὸν Λιβερτῖνο νὰ προσεύχεται στὸν ἴδιο τόπο ποὺ τὸν εἶχαν ἀφήσει, καὶ τοῦ εἶπαν:
— Σήκω καὶ λάβε τὸν ἵππο σου.
Καὶ κεῖνος ἀποκρίθηκε λέγοντας:
— Πηγαίνετε στὸ καλό· ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκη τοῦ ἵππου.
Ἐκεῖνοι τότε, κατεβαίνοντας ἀπ’ τ᾿ ἄλογά τους, μετὰ βίας τὸν ἀνέβασαν στὸν ἵππο ποὺ τοῦ εἶχαν κλέψει, καὶ παρευθὺς ἀνεχώρησαν.
Ἔπειτα, ἀφοῦ ἦλθαν πάλι στὸ ποτάμι ποὺ πρωτύτερα οὔτε νὰ πλησιάσουν μποροῦσαν τ’ ἄλογά τους, τώρα τόσο εὔκολα τὸ διαπέρασαν, σὰ νὰ μὴν εἶχε καθόλου νερό!…


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)