Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό της



Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό της

(Ἤ, ἀλλιῶς: ὅταν κοινωνοῦμε μὲ πόθο καὶ λαχτάρα κι ὄχι ἀπὸ συνήθεια…)


   Παραμονὴ Θεοφανείων τοῦ 2000... Στὸ Πήλιουρι, ἕνα χωριὸ τῆς Χειμάρρας τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὁ ἱερέας κατεβαίνει ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο ποὺ τοὺς μετέφερε ὡς ἐκεῖ καὶ ἑτοιμάζεται ν᾿ ἁγιάση τὰ σπίτια... Εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα μαζὶ μὲ τρεῖς φοιτητὲς γιὰ νὰ βοηθοῦν στὸ ἀναλόγιο καὶ γιὰ τὴν μεταφορὰ τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὶς ἱεροπραξίες στὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς καὶ ὅπου ἀλλοῦ θὰ χρειαζόταν.

   Ἡ πρώτη τους ἐπίσκεψη ἦταν ὁ ἱερὸς Ναὸς στὴν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ. Τὸ ἄθεο καθεστὼς τὸν ἔκαμε «σπίτι τοῦ λαοῦ», ἔπειτα ἀποθήκη. Θλιβερὸ τὸ θέαμα! Χορταριασμένα τὰ σκαλοπάτια, ἀμπαρωμένη ἡ πόρτα. Κανένα σημάδι ζωῆς. Ἀφημένη, λές, στὴν φθορὰ τοῦ χρόνου γιὰ νὰ κατατρέψη ὅ,τι ἄφησαν πίσω τους οἱ ἄθεοι.
   ... Πέρασαν τρισήμισι ὧρες μέχρι νὰ ἁγιάσουν ὅλα τὰ σπίτια. Ἔμεινε ἕνα σπίτι στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Κάποιοι εἶπαν ὅτι θὰ πᾶμε ἐμεῖς νὰ τοὺς δώσουμε τὸν ἁγιασμὸ γιατὶ εἶστε κουρασμένοι. Δὲν ἔπρεπε νὰ γίνη ὅμως ἔτσι. Δυὸ γυναῖκες, μία γερόντισσα καὶ ἡ κόρη της περίμεναν τὸν ἱερέα. Φίλησαν μὲ λαχτάρα τὸν Σταυρό. Ὡδήγησαν τὸν ἱερέα καὶ τὴν συνοδεία του σὲ ὅλα τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ μία νέα ἦταν κατάκοιτη στὸ κρεββάτι. «Πάτερ, ἡ ἐγγονή μου», φωνάζει σπαρακτικὰ ἡ γερόντισσα. «Εἶναι 18 ἐτῶν. Πολὺ καλὴ κοπέλλα. Περνάει μία δοκιμασία ἀλλὰ εἶναι μεγάλος ὁ Θεός». Ἡ μητέρα της δίπλα κλαίει βουβά. Θέλουν καὶ οἱ δυὸ γυναῖκες νὰ ποῦν κάτι στὸν ἱερέα ἀλλὰ διστάζουν:
   -Θὰ θέλαμε, πάτερ, νὰ σᾶς ζητήσουμε κάτι. Ἡ κοπέλα ποὺ ἁγιάσατε μέσα στὸ δωμάτιο εἶναι ἀνάπηρη, τετραπληγική. Πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια βαπτίστηκε. Ἀπὸ τότε νηστεύει αὐστηρὰ καὶ δὲν ἔχει φάει κρέας. Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ οὔτε λάδι. Προσεύχεται καὶ περιμένει μήπως ἔρθη κάποιος ἱερέας νὰ τὴν κοινωνήσει. Λέγαμε λοιπὸν μήπως ἡ ἁγιότης σου θὰ μποροῦσε.
   -Αὔριο, εἶπε ὁ ἱερέας, εἶναι Θεοφάνεια. Μεγάλη ἡμέρα. Κάτω στὴν Χειμάρρα θὰ εἶναι πολὺς ὁ κόσμος. Θὰ κοινωνήσουν καὶ στὴν συνέχεια θὰ ρίξουμε τὸν Τίμιο Σταυρὸ στὴν θάλασσα. Καταλαβαίνετε ὅτι θὰ ἀργήσουμε πολύ.
-Δὲν πειράζει, πάτερ. Θὰ περιμένουμε ὅσο χρειαστεῖ. Ὅταν τὸ μάθη ἡ κοπέλλα μας, δὲν πρόκειται ἀπό σήμερα οὔτε νερὸ νὰ πιῆ. Αὐτὸ τὸ λαχταράει.
   Τὴν ἄλλη μέρα, ἀργὰ τὸ μεσημέρι, τὸ ἴδιο αὐτοκίνητο μὲ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους κατευθύνεται στὸ χωριό. Κανεὶς δὲν μιλᾶ. Φτάνουν. Περπατοῦν ἀρκετὴ ὥρα μέχρι τὸ σπίτι. Μπροστὰ προπορεύεται κάποιος μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο. Στὸ πλατύσκαλο τοῦ σπιτιοῦ οἱ δυὸ γυναῖκες κλαῖνε ἀπὸ χαρὰ κάνοντας βαθιὲς μετάνοιες γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους. Βουβές, ἀμίλητες κάνουν τὸν σταυρό τους μὲ σεβασμὸ καὶ ὁδηγοῦν μὲ προσοχὴ τὸν ἱερέα στὸ δωμάτιο τῆς κόρης.
   «Μεταλαμβάνει ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Ἐλευθερία τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ...». Ὅμως, πρὶν μεταδώσει τὰ ἄχραντα μυστήρια ὁ λειτουργὸς τοῦ Θεοῦ σταματᾶ. Κάτι συμβαίνει. Ἀνοιγοκλείνει τὰ βλέφαρά του. Σὰν κάτι νὰ τὰ ἐνοχλῆ. Ἀφοῦ ἄφησε τὴν ἀγία λαβίδα στὸ ἅγιο Ποτήριο, ἔτριψε τὰ μάτια του ποὺ θαμπώνονταν ἐκείνη τὴν στιγμή, διερωτώμενος καθ᾿ ἑαυτὸν μὲ ἀπορία διὰ τὸ τί συμβαίνει. Τὰ μάτια τῆς Ἐλευθερίας προσηλωμένα στὸ Ἅγιο Ποτήριο λάμπουν. Φεγγοβολοῦν τόσο πολύ, ὥστε κατάπληκτος ὁ ἱερέας νὰ μὴν μπορῆ πλέον νὰ διακρίνη τὸ πρόσωπό της. Ἕνα φῶς ὑπέρλαμπρο μὲ συνεχῶς αὐξανόμενη ἔνταση ἁπλωνόταν σιγὰ-σιγὰ σὲ ὅλο τὸ δωμάτιο. Αἰσθανόταν ὅτι τὸν ἀκουμπάει. Τὸ χέρι του ποὺ ἦταν κοντὰ αἰσθάνθηκε τὴν θαλπωρή του. Τρόμαξε. Τὸ φῶς ἐκεῖνο δὲν εἶχε τὸ χρῶμα τῆς φλόγας λαμπάδας ἀλλὰ ἦταν λευκό, δυνατό, ἁπαλό, ὄχι ἐκτυφλωτικό. Ἦταν τόσο δυνατὸ ποὺ ὁ ἱερέας δὲν ἔβλεπε τὸ πρόσωπο καὶ τὸ στόμα της.
   Σαστισμένος καὶ μὲ μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν τρέμει τὸ χέρι του, ἔχοντας στὴν μνήμη του τὸ πρόσωπο τῆς κοπέλλας, μεταδίδει τὴν θεία Κοινωνία. Κατάλαβε ὅτι κοινώνησε, ὅταν αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ ἁγία λαβίδα ἄγγιξε στὰ δόντια τῆς μεταλαβούσης. «Εὐχαριστῶ πολύ, πάτερ», ἄκουσε στὸ βάθος τοῦ μυαλοῦ του τὴν φωνὴ τῆς νεαρῆς κοπέλλας.
   Εἶχε σκοπὸ νὰ καταλύση τὸ Ἅγιο Ποτήριο στὸ δωμάτιο μὲ τὸ εἰκονοστάσι τῆς οἰκογενείας. Ἀδύνατον. Σιωπηλὰ χαιρετᾶ τὶς σπιτονοικοκυρὲς κάνοντας ἕνα νεῦμα στοὺς φοιτητὲς ποὺ τὸν βοηθοῦσαν, ὅτι πρέπει νὰ φύγουν. Ἐκεῖνες παρακαλοῦν γιὰ νὰ τοὺς φιλοξενήσουν. Ὁ ἱερέας ὅμως δὲν ἀκούει. Κρατᾶ σφιχτὰ στὸ δεξί του χέρι τὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ κατευθύνεται γοργὰ στὸ βάθος τοῦ μικροῦ δάσους ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸ σπίτι. Τὸ ρῖγος διαπερνᾶ τὸ σῶμα του. Ἀναλογίζεται τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβη; Καταλύει βιαστικά.
   «Πάτερ, εἶστε καλά;» ρωτοῦν τὰ παιδιά. «Ναί, βέβαια, πᾶμε τώρα γιατὶ ἀργήσαμε…»


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Α΄», Ἅγιον Ὄρος 2009, σελ. 389-393.)