Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι !
Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*
Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, θά βλέπαμε
τήν ἀνάστασι τῆς φ ύ σ ε ω ς σάν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Θάβεται καί σαπίζει ὁ κόκκος. Σάν ἔρχεται ὅμως ἡ ἄνοιξις, ἀνασταίνεται. «Ἡ
ζωή ἐν τάφῳ».
• Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, θά
βλέπαμε τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ σάν ἀπόδειξι καί τῆς δ ι κ ῆ ς
μ α ς ἀναστάσεως. Ἄν οἱ νεκροί
δέν ἀνασταίνωνται, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. «Εἰ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ
ἔστιν, οὐδέ Χριστός ἐγήγερται» (Α΄ Κορ. ιε΄ 13).
• Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, δέ θά φοβόμασταν τ ό θ
ά ν α τ ο. Δέν θά ζούσαμε τήν τρομοκρατία τοῦ θανάτου. «Θανάτου ἑορτάζομεν
νέκρωσιν» (κανών Πάσχα). Νά πῶς οἱ μάρτυρες, καί μικρά ἀκόμη
χριστιανόπουλα, μέ χαρά ἀτενίζουν τό θάνατο. «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;»
(Α΄ Κορ. ιε΄ 55. Ὠσ. ιγ΄ 14).
• Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, δέν θά θρηνούσαμε τούς
νεκρούς. Θά στεκόμασταν στό φ έ ρ ε τ ρ
ο τοῦ δικοῦ μας προσώπου, ὅπως στέκει ἡ
μητέρα πάνω ἀπ᾿ τήν κούνια τοῦ μωροῦ πού
κοιμᾶται.
Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀφανισμός. Ὕ π ν ο ς εἶναι. Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε: «Ὁ
θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος, καί ὁ ὕπνος ἕνας μικρός θάνατος».
Ὁ θάνατος δέν εἶναι μηδενισμός. Εἶναι διάβασις ἀπ᾿ τή
μιά ὄχθη τοῦ ποταμοῦ στήν ἄλλη. Π ά σ χ α
ἐξάλλου σημαίνει δ ι ά β α σ ι ς.
Περνᾶμε ἀπ᾿ τά χαμηλά στά ὑψηλά, ἀπ᾿ τήν παροδικότητα στή μονιμότητα, ἀπ᾿ τήν
ἐπίγεια ζωή στήν αἰωνιότητα.
• Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, θά ἦταν καί ἡ τωρινή μας
ζωή ἀ ν α σ τ η μ έ ν η. Πῶς μποροῦμε νά
μιλᾶμε γιά Ἀνάστασι ὅσο παραμένουμε θαμμένοι σέ μνήματα κακίας καί διαφθορᾶς; «Ἀνάστασις
καί μέσα στήν καρδιά μας, πού μαῦροι τήν μαράνανε χειμῶνες». Ἀνάστασις στίς
οἰκογένειες. Ἀνάστασις στήν κοινωνία. Ν᾿ ἀναστηθοῦμε. Νά γίνουμε πιό
ἀνθρώπινοι, καλύτεροι, τιμιώτεροι, σεμνότεροι, δικαιότεροι. Νά ζήσουμε
ἀνανεωμένη ζωή. «Ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ΄ 4).
• Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, δέν θἄμασταν ὑλιστές
καί ἡδονιστές. Ἄν δέν ὑπάρχη ἀνάστασις καί αἰώνια ζωή, τότε ἄς τό
ρίξουμε στό φαγοπότι καί στά ὄργια. «Εἰ νεκροί οὐκ ἐ-γείρονται, φάγωμεν,
πίωμεν· αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 32).
• Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, θά ἤμασταν δυνατοί.
Οἱ Μαθητές ἔγιναν ἀτρόμητοι μετά τήν Ἀνάστασι. Ἡ Ἀνάστασις εἶναι ρεῦμα οὐράνιο.
Διαπερνᾶ τόν ἄνθρωπο καί τόν γιγαντώνει. «Γνῶναι Αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς
Ἀναστάσεως Αὐτοῦ» (Φιλιπ. γ΄ 10).
• Ἄν πιστεύαμε στήν Ἀνάστασι, θά κερδίζαμε τά δυό
μεγάλα δῶρα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου: τήν ε
ἰ ρ ή ν η καί τή χ α ρ ά. Ἡ εἰρήνη καί ἡ χαρά ὑπάρχουν κάποτε
στά χείλη. Ἀνάγκη νά θρονιαστοῦν στήν καρδιά. Νά μήν εἶναι μόνο ὄνειρα. Νά
γίνουν καί πραγματικότητες.
*[Περιοδικὸ «Ἰωάννης ὁ
Βαπτιστής», τεῦχ. 494, Μάϊος 2006, σ. 77.]