Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Γιὰ τοὺς τρεῖς χιτῶνες τοῦ Χριστοῦ



Γιὰ τοὺς τρεῖς χιτῶνες τοῦ Χριστοῦ

Ἁγίου Νικολάου (Βελιμίροβιτς), Μητροπολίτου Ἀχρίδος


ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ)
   Μ ρωτᾶς γιὰ τοὺς τρεῖς χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν ντυμένος καὶ σκεπασμένος Κύριος κατὰ τὸ διάστημα ἀρκετῶν ὡρῶν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Γιατί Πιλάτος Τὸν ἔντυσε μὲ πορφυρὸ χιτώνα; Γιατί Ἡρώδης Τὸν ἔντυσε μὲ λευκὸ χιτώνα; Καὶ γιατί οἱ ἐκτελεστὲς ἐπίσης λίγο πρὶν Τὸν θανατώσουν Τὸν ἔντυσαν πάλι μὲ τὸν δικό Του Χιτώνα;
   Ὅλα ὅσα συνέβησαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μεγάλη σημασία, ὅλα ἀποκαλύπτουν κάποια ἀλήθεια καὶ χρησιμεύουν ὡς δίδαγμα στοὺς ἀνθρώπους. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ διδάγματα εἶναι ἄμεσα καὶ ἐμφανῶς ἀντιληπτά, ἐνῶ κάποια ἄλλα εἶναι ἔμμεσα καὶ μὲ παραστάσεις ποὺ χρήζουν ἑρμηνείας. Τὸ σκέπασμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τρεῖς χιτῶνες ἀνήκει σ’ αὐτὴν τὴ δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων.
   Ὁ πορφυρὸς χιτώνας εἶναι ὁ χιτώνας τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στὸν Πιλάτο ὅτι τὸ βασίλειό Του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν. ιη΄ 36) αὐτὸ φάνηκε στὸ ὑλιστικὸ πνεῦμα τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου ὡς ἀνοησία καὶ ὡς ἐμπαιγμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀξιοπρέπειας. Γι’ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου ἔντυσαν τὸν Χριστὸ μὲ πορφυρὸ χιτώνα -ἐξυπακούεται μὲ τὸν πιὸ εὐτελὴ ποὺ μποροῦσαν νὰ βροῦν- γιὰ νὰ Τὸν χλευάσουν ἀποκαλώντας Τον βασιλιά. Ἀλλὰ καὶ μόνο αὐτὸς ὁ χιτώνας αὐτοκρατορικοῦ χρώματος μαρτυρεῖ γιὰ τὸν Κύριο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι Βασιλιάς. Οἱ παλικαράδες τοῦ Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας, στὴν πραγματικότητα ἀνακήρυξαν τὸν Κύριο σ’ αὐτὸ ποὺ πράγματι ἦταν! Κανεὶς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δὲν μποροῦσε νὰ διανοηθεῖ ὅτι τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ θὰ κυριαρχήσει πάνω στὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου.
   Ὁ βρώμικος βασιλιάς Ἡρώδης περίμενε πὼς ὁ Χριστὸς θὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστά του. Δὲν ἐπιθυμοῦσε βέβαια κάποιο χρήσιμο καὶ φιλάνθρωπο θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα βάρβαρο θαῦμα τὸ ὁποῖο θὰ χρησίμευε μόνο γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἐν τῷ μεταξύ, μπροστὰ του στεκόταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου: ἄνθρωπος καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος. Ἡ ἀκριβὴς ἀντίθεση τοῦ βασιλιᾶ τῆς γενοκτονίας καὶ τοῦ δολοφόνου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἐγὼ κρατῶ ὅτι αὐτὸς ὁ νἐος ἀκάθαρτος ἀπόγονος τοῦ Ἡσαῦ μποροῦσε νὰ πιστέψει σ’ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τίποτα καὶ ποτὲ στὸ θαῦμα τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἀναμάρτητου ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σπάνιο θαῦμα στάθηκε μπροστά του. Ἀλλὰ αὐτός, βρώμικος στὴν ψυχή, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ δεῖ. Ὅπως ὅταν ὁ Πιλάτος βυθιζόταν στὸ ψεῦδος τῶν εἰδωλολατρῶν κοιτώντας τὴν Ἀλήθεια κατὰ πρόσωπο δὲν μποροῦσε νὰ τὴν δεῖ. Ἔτσι καὶ ὁ Ἡρώδης, τυφλὸς ἀπὸ τὰ κατάμαυρα ἄρρωστα ἁμαρτήματά του, κοιτᾶ τὴν Ἀθωότητα καὶ τὴν Ἁγνότητα κατὰ πρόσωπο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δεῖ. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς προσδοκίες του ὁ Ἡρώδης ἔντυσε μὲ λευκὸ χιτώνα τὸν Χριστό. Τὸ λευκὸ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἀθωότητας. Θὰ διάβασες βέβαια ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζονται μὲ λευκοὺς χιτῶνες. Κι ἔτσι λοιπόν, ὁ ἀκάθαρτος Ἡρώδης ποὺ σκέφτηκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι καθαρὸς ὅπως καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι, Τοῦ φόρεσε λευκὸ χιτώνα, σύμβολο τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἁγνότητας. Καὶ ὅπως οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου γιὰ νὰ χλευάσουν, ἀναγνώρισαν τὸν Κύριο ὡς βασιλιά, ἔτσι καὶ ὁ Ἡρώδης τὸν ἀναγνώρισε ὡς ἄνθρωπο τῆς ἁγνότητας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἔγινε ἄθελά τους καὶ ἀσυνείδητα.
   Τέλος, μόνο πρὶν τὴ σταύρωση ὁ Κύριος ντύθηκε μὲ τὸν δικό Του χιτώνα. Ἦταν ὁ χιτώνας ποὺ τοῦ εἶχε ὑφάνει ἡ δική Του Ἁγία Μητέρα, ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ὁ ἴδιος χιτώνας μὲ τὸν ὁποῖο περπάτησε στὴ γῆ καὶ πάνω στὸ ὁποῖο οἱ στρατιῶτες στὸν Γολγοθὰ ρίχνουν τὰ ζάρια.
   Ἀλλὰ δὲν βλέπεις σ’ ὅλα αὐτὰ ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιὰ μᾶς; Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἀποφαίνονται γιὰ τὸ ἂν εἴμαστε καλοὶ ἢ κακοί. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόφασή τους μᾶς ἐκτιμοῦν, μᾶς θαυμάζουν ἢ μᾶς κατακρίνουν. Οἱ διάφορες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων δὲν μοιάζουν γιὰ μᾶς μὲ χιτῶνες; Τὴ μιὰ μᾶς ντύνουν μὲ τὸν χιτώνα τοῦ σοφοῦ, τὴν ἄλλη μὲ τὸν μανδύα τοῦ τρελοῦ. Τὴ μιὰ μᾶς περιβάλλουν μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀνδρείας, τὴν ἄλλη μᾶς σκεπάζουν μὲ τὰ κουρέλια τῆς ἀπαξίωσης. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ χιτῶνες γρήγορα βγαίνουν καὶ ἀλλάζουν ἀνάλογα μὲ τὶς ἀσταθεῖς καὶ συχνὰ ἐναλλασσόμενες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ἐν τέλει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ φανεῖ μὲ τὸ δικό του χρῶμα, μὲ τὸν δικό του χιτώνα. 


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται…», ἐκδόσεις “ΕΝ ΠΛΩ’’, 2017, σελ. 140-143.