Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Ὁ ἐκ δεξιῶν Ληστής



Ὁ ἐκ δεξιῶν Ληστής


       Τοῦτος ὁ Ληστής, πού σταυρώθηκε στά δεξιά τοῦ Κυρίου, ὀνομαζόταν Δημᾶς.* Ὅταν γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἔφυγε ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Θεοτόκο καί τό Βρέφος στήν Αἴγυπτο, ὅπως τούς εἶχε προστάξει ὁ Ἄγγελος. Στό δρόμο πρός τήν Αἴγυπτο, ἐπείνασαν κι εὐθύς, βλέπουν μιά φοινικιά φορτωμένη μέ πολλούς κι ὡραίους καρπούς καί ἡ Θεοτόκος λέγει πρός τό δέντρο:
-Γεῖρε δένδρο μου καλό, καί χάρισέ μου ἀπ᾿ τόν ὡραιότατο καρπό σου.
Καί, μέ τόν λόγο τῆς Παρθένου, ἔγειρε ἡ φοινικιά, κι ἀφοῦ, μαζί μέ τόν Ἰωσήφ ἔλαβαν ἀπ᾿ τόν καρπό της ὅσο ἤθελαν, πάλι ἐπέστρεψε τό δέντρο στόν τόπο του, ὅπου ἦταν πρωτύτερα!

Συνεχίζοντας, στόν δρόμο τους συνάντησαν τοῦτον τόν Ληστή, τόν Δημᾶ, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐξεπλάγη ἀπ᾿ τό θεϊκό κάλλος Της. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς λάμπει ἡ ἀστραπή τ᾿ οὐρανοῦ, κατά τέτοιον τρόπο ἔλαμπε ἡ Παναγία καί τό Βρέφος πού βάσταζε στή μητρική ἀγκαλιά Της!
Εὐθύς πλησίασε, καί μέ πολύ φόβο προσκύνησε τήν Παναγία, λέγοντάς Της:
-Μά τήν ἀλήθεια, ἐάν ὁ Θεός εἶχε μητέρα, μέ σιγουριά θἄλεγα ὅτι Ἐσύ εἶσαι!…

Ἔπειτα προσκάλεσε τήν Θεοτόκο καί τόν Ἰωσήφ στό ταπεινό του σπίτι, κι ἀφοῦ τούς ὁδήγησε ἐκεῖ, λέγει στήν γυναῖκα του:
-Φρόντισέ τους καί φιλοξένησέ τους ὅσο μπορεῖς καλλίτερα, μέχρι νά ἐπιστρέψω ἀπ᾿ τό κυνήγι. Γιατί  ᾿ναι ὁλοφάνερο, πώς ἀπό κάποια εὐγενέστατη γενεά προέρχεται τούτη ἡ Κυρία καί Δέσποινα.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ Δημᾶς ἔφυγε γιά τό κυνήγι, κ᾿ ἡ γυναίκα του ἑτοίμασε θερμό λουτρό, ἔλουσε τό Βρέφος τῆς Παναγίας, καί ἀπό τ᾿ ἀποπλύματα ἔλουσε τό δικό της παιδί, ἕνα μωράκι ποὖχε. Κεῖνο τό βρέφος, ἦταν ἀπό γεννησιμιοῦ του λεπρό, γι᾿ αὐτό δέν ἔπαυε νά κλαίει μέρα - νύχτα. Ὅταν, ὅμως, τὄπλυνε μέ τ᾿ ἀποπλύματα τοῦ μικροῦ Χριστοῦ, ἀμέσως ἔπεσε ἀπό πάνω του ἡ λέπρα καί κάθε ἀσθένεια πού εἶχε, κ᾿ ἔπαψε πιά νά κλαίει!

Σάν ἐπέστρεψε ὁ Ληστής ἀπ᾿ τό κυνήγι, ἑτοίμασαν τό τραπέζι καί φιλοξένησαν μέ τιμή τήν Ὑπερευλογημένη Κυρία καί Δέσποινα. Καί καθώς ἦσαν καθισμένοι στό τραπέζι κι ἔτρωγαν, ρωτᾶ ὁ Δημᾶς τήν σύζυγό του:
-Ποῦ εἶναι τό παιδί μας;
Ἐκείνη δέ, μέ πολλή χαρά τοῦ περιέγραψε τά συμβάντα, πῶς θεραπεύθηκε τό μωρό, κι ὅτι γιά τόν λόγο αὐτόν σταμάτησε νά κλαίει καί ἠρέμησε τελείως. Καί πρόσθεσε:
-Αὐτή ἡ εὐγενής Κυρία, μοῦ φαίνεται πολύ χαριτωμένη ἀπ᾿ τόν Ὕψιστο Θεό, καί μέσῳ Ἐκείνης, γιατρεύθηκε τό παιδί μας κ᾿ ἔγινε χαρούμενο.
Βλέποντας ὁ Ληστής τό παιδί του χαρούμενο καί ὑγιές, θαύμασε καί λέει στή γυναῖκα του:
-Μά τήν ἀλήθεια, τούτη ἡ Κυρία καί Δέσποινα πολλές εὐχές ἔχει ἀπ᾿ τόν Ὕψιστο Θεό!
Ἔπειτα προσκύνησαν τήν Θεοτόκο καί μέ πολλήν εὐγνωμοσύνη τήν εὐχαρίστησαν ἔκαμαν δέ, ὅσα μποροῦσαν γι᾿ Αὐτήν κατά τό διάστημα πού παρέμεινε στήν Αἴγυπτο.

Ὅταν πάλι, ἦρθε ὁ καιρός πού ἡ Παναγία μαζί μέ τόν Ἰωσήφ καί τό θεῖο Βρέφος ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουν στήν Ἱερουσαλήμ, ὁ ἴδιος Ληστής τούς συνόδευσε μέ πολλήν χαρά καί τιμή, μέχρι πού περάσανε ὅλους τούς κακούς κ᾿ ἐπικίνδυνους τόπους κ᾿ ἦλθαν σέ ἀσφαλεῖς καί ἀκίνδυνους. Καί τότε ὁ εὐλογημένος Δημᾶς, ἔκαμε μετάνοια στήν Θεοτόκο Μαρία, γιά νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του, καί Τήν ἀποχαιρέτησε μ᾿ ἀνέκφραστη κι ἀνείπωτη εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη καί σεβασμό.
Ἡ δέ γλυκυτάτη Θεοτόκος, ἀποκρίθηκε σ᾿ αὐτόν λέγοντας:
-Πήγαινε· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ καί κάποτε, θἄρθει καιρός πού θά σοῦ κάμω τήν ἀνταμοιβή, καί θά λάβεις τόν μισθό σου γιά ὅλα τά καλά πού ἔκαμες σέ μᾶς!

Γιά ὅλ᾿ αὐτά λοιπόν, ἀξιώθηκε μέ τή χάρη τοῦ Ἐλεήμονος Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Μητρός Του, νά μαρτυρήσει πάνω στό Σταυρό μαζί μέ τόν Ἰησοῦ!…

* Ἀναφέρεται καὶ ὡς Δυσμᾶς.