Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ληστοῦ




Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ληστοῦ


       Διηγεῖται ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος* στὸν Δ΄ Περὶ Ὑπακοῆς λόγο του, τὰ παρακάτω:

     «Φθάνοντας κάποτε σ᾿ ἕνα Κοινόβιο παρακολούθησα μία φοβερὴ καὶ ἐκπληκτικὴ κρίση ἑνὸς καλοῦ κριτοῦ καὶ ποιμένα. Ἐνῶ βρισκόμουν ἐκεῖ, ἔτυχε νὰ ἔλθει γιὰ μοναχὸς κάποιος ποὺ ἦταν προηγουμένως ληστής. Αὐτὸν λοιπὸν ὁ ἄριστος ἐκεῖνος ἰατρὸς καὶ ποιμένας διέταξε νὰ ἀπολαύσει ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες κάθε ἀνάπαυση, καὶ μόνη ἀπασχόληση νὰ ἔχει τὸ νὰ παρατηρεῖ τὴν ζωὴ καὶ τὴν τάξη τῆς Μονῆς.

      Μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τὸν κάλεσε ἰδιαιτέρως ὁ ποιμένας καὶ τὸν ρώτησε ἂν τοῦ ἄρεσε νὰ συγκατοικήσει μαζί τους. Κι᾿ ὅταν τὸν εἶδε νὰ συγκατατίθεται μὲ ὅλη του τὴν εἰλικρίνεια, τὸν ρώτησε πάλι τί ἁμαρτήματα διέπραξε στὸν κόσμο. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν εἶδε νὰ τὰ ἐξομολογεῖται τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μὲ προθυμία ὅλα, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσει τοῦ εἶπε πάλι:
        ― Θέλω ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ φανερώσεις μπροστὰ σ᾿ ὅλη τὴν ἀδελφότητα.
   Καὶ ἐκεῖνος ἔχοντας μισήσει ὁλωσδιόλου τὴν ἁμαρτία του καὶ περιφρονῶντας κάθε ντροπὴ τοῦ τὸ ὑποσχέθηκε ἀδίστακτα.
        ― Κι᾿ ἂν θέλεις ἀκόμη, τοῦ λέγει, τὰ ἐξομολογοῦμαι καὶ στὸ κέντρο τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό, ὁ Ποιμένας συναθροίζει στὸ Κυριακό, (δηλαδὴ στὸν κεντρικὸ Ναὸ) ὅλα τὰ λογικά του πρόβατα τοὺς μοναχούς, διακόσιους τριάντα τὸν ἀριθμό. Καὶ ἐνῶ ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία —ἦταν ἡμέρα Κυριακὴ— μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, δίδει ἐντολὴ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Ναὸ ὁ ἀθῶος πλέον ἐκεῖνος κατάδικος.
Τὸν ἔσυραν μερικοὶ ἀδελφοὶ κτυπῶντας τον ἐλαφρά, μὲ τὰ χέρια δεμένα πίσω, φορῶντας τρίχινο σάκκο καὶ ἔχοντας ριγμένη στάχτη στὸ κεφάλι του. Καὶ μόνη ἡ θέα τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ δημιούργησε κατάπληξη σὲ ὅλους, ὥστε ἀμέσως νὰ ξεσπάσουν σὲ δάκρυα καὶ ὀλολυγμούς, ἐφ᾿ ὅσον κανεὶς δὲν γνώριζε τί ἀκριβῶς συνέβαινε. Ἔπειτα μόλις πλησίασε στὴν πύλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἱερὴ ἐκείνη κεφαλή, ὁ φιλάνθρωπος κριτής, τοῦ φώναξε μὲ δυνατὴ φωνή:
― Στάσου! Εἶσαι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθεις ἐδῶ μέσα.
Ἐκεῖνος τότε ταράχθηκε ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Ποιμένα ποὺ τὴν ἄκουσε ἀπὸ τὸ Ἱερό. (Ὅπως ἀργότερα μᾶς βεβαίωνε μὲ ὅρκους, τοῦ φάνηκε ὅτι ἄκουσε βροντὴ καὶ ὄχι φωνὴ ἀνθρώπου). Πέφτει ἀμέσως ἔντρομος μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, συγκλονισμένος ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν φόβο. Ἐνῶ δὲ ἐκείτετο κάτω καὶ ἔβρεχε τὸ χῶμα μὲ τὰ δάκρυά του, ἐκεῖνος ὁ θαυμάσιος ἰατρός, ὁ ὁποῖος μεταχειριζόταν τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία του, καὶ συγχρόνως ἔδιδε σὲ ὅλους ἕνα ὑπόδειγμα σωτηρίας καὶ ἀληθινῆς ταπεινώσεως, τὸν προστάζει νὰ πεῖ μπροστὰ σ᾿ ὅλους ὅλα τὰ ἁμαρτήματά του ἕνα-ἕνα ξεχωριστά.
Τότε αὐτὸς ἄρχισε νὰ ἐξομολογεῖται μὲ τρόμο ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα ἕνα-ἕνα λέγοντας πράγματα ποὺ ξένιζαν κάθε ἀνθρώπινη ἀκοή. Ὄχι μόνο σαρκικὰ ἁμαρτήματα παρὰ φύσιν, κατὰ φύσιν, μὲ ἀνθρώπους, μὲ ζῶα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μαγεῖες καὶ φόνους καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει οὔτε νὰ ἀκούσει οὔτε νὰ γράψει κανείς. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση αὐτή, προστάζει ὁ Ποιμένας νὰ καρεῖ ἀμέσως μοναχὸς καὶ νὰ συγκαταριθμηθεῖ στοὺς ἀδελφούς.
Ἐγὼ τότε θαύμασα τὴν σοφία τοῦ Ὁσίου ἐκείνου καὶ τὸν ρώτησα ἰδιαιτέρως, γιὰ ποιό λόγο προέβη στὴν παράδοξη αὐτὴ ἐνέργεια. Κι᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πράγματι ἰατρὸς ψυχῶν, μοῦ ἀπάντησε ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ δύο λόγους:
Πρῶτον, χάριν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ὥστε μὲ τὴ ντροπὴ τῆς ἐξομολογήσεως αὐτῆς νὰ τὸν ἀπαλλάξω ἀπὸ τὴν μέλλουσα ντροπὴ —πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς ἔγινε. Διότι, ἀδελφέ μου Ἰωάννη, δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος, μέχρις ὅτου πέτυχε τὴν ἄφεση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν του. Καὶ μὴν ἀμφιβάλλεις γι᾿ αὐτό, διότι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ πῆρε θάρρος καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔβλεπα τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιον φοβερὸ καὶ ἐπιβλητικὸ ἄνδρα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χαρτὶ γραμμένο καὶ ἕνα κοντύλι ἀπὸ καλάμι. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ ριγμένος στὸ ἔδαφος ἐξομολογεῖτο μία ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μὲ τὸ κοντύλι τὴν διέγραφε». Αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικό, σύμφωνα καὶ μὲ τὰ λόγια (τοῦ Δαβίδ): «Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου», δηλαδή, μὲ ἀπόφαση σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη εἶπα· θὰ πῶ καθαρὰ στὸν Κύριο τὴν ἁμαρτία μου μὴ δικαιολογῶντας, ἀλλὰ καταδικάζοντας τὸν ἑαυτό μου· καὶ σὺ ἀμέσως ἀφῆκες καὶ συγχώρησες ὁλόκληρη τὴν ἀσέβεια τὴν ὁποία ἡ καρδιά μου παραδοθεῖσα στὴν ἁμαρτία τόλμησε κατὰ σοῦ (Ψαλμ. λα΄ 5).
Δεύτερον, τὸ ἔκανα αὐτό, ἐπειδὴ ἔχω μερικοὺς ἀδελφοὺς μὲ ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες. Καὶ μὲ τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοὺς παρακινῶ καὶ ἐκείνους στὴν ἐξομολόγηση, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν θὰ ἐπιτύχει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.»

______________
* Ἐκ τοῦ ψυχωφελοῦς βιβλίου: «Κλῖμαξ», Δ΄ ἔκδοση Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1991, σελ. 67-69.