Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Ὅλα τά ἔμαθα…



Ὅλα τά ἔμαθα…


     Διηγήθηκε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς:

    «Κάποιος ἀπ᾿ τούς ἀδελφούς πού ἔμειναν μαζί μου καί πῆραν ἀπό μένα τό μοναχικό σχῆμα, μοῦ λέγει μιά μέρα:
     - Ἀββᾶ μου, σ᾿ ἀγαπῶ πολύ.
    - Ἀδελφέ, τοῦ ἀπάντησα, δέν βρῆκα ἀκόμη ἄνθρωπο πού νά μ᾿ ἀγαπάει ὅπως τόν ἀγαπῶ ἐγώ. Νά, τώρα λές ἐσύ “σ᾿ ἀγαπῶ’’. Τό πιστεύω. Ἄν ὅμως συμβεῖ κάτι πού δέν σ᾿ ἀρέσει, δέν θά μείνεις ὁ ἴδιος. Ἐνῶ ἐγώ, ὅ,τι κακό κι ἄν πάθω ἀπό σένα, δέν θά σταθεῖ ἱκανό νά μέ χωρίσει ἀπ᾿ τήν ἀγάπη σου.

    Δέν πέρασε πολύς καιρός, καί –δέν ξέρω τί τόν ἔπιασε- ἄρχισε νά λέει πολλά ἐναντίον μου, ἀκόμα κι αἰσχρόλογα. Τά μάθαινα ὅλα, ἀλλά ἔλεγα στόν ἑαυτό μου: “Εἶναι ὁ καυτήρας τοῦ Ἰησοῦ, πού στάλθηκε γιά νά γιατρέψει τήν κενόδοξη ψυχή μου. Ἀπό κάτι τέτοιους μπορεῖ νά βγεῖ κανείς κερδισμένος, ἄν βρίσκεται σέ πνευματική ἐγρήγορση, ἐνῶ ἀπό κείνους πού τόν ἐπαινοῦν ζημιώνεται. Αὐτός εἶναι ἀληθινός εὐεργέτης μου’’.

     Ἔλεγα μάλιστα σ᾿ ὅσους μοῦ ἔφερναν πληροφορίες.
     - Μόνο τά φανερά μου κακά ξέρει. Κι αὐτά ὄχι ὅλα, ἕνα μέρος μόνο. Τά κρυφά μου ὅμως εἶναι ἀναρίθμητα.

     Μετά ἀπό καιρό μέ συναντάει στήν Καισάρεια. Ἔρχεται, ὅπως συνήθιζε, μ᾿ ἀγκαλιάζει καί μέ φιλάει μέ θέρμη. Κάμω κι ἐγώ τό ἴδιο, σάν νά μή συνέβαινε τίποτα. Γιατί ὅσον καιρό μοῦ ἔσερνε ὅλα τοῦτα, κάθε φορά πού μέ συναντοῦσε μ᾿ ἀγκάλιαζε ἐγκάρδια. Κι ἐγώ δέν τοῦ ἔδειχνα καμμιάν ἐπιφυλακτικότητα οὔτε τό παραμικρό σημάδι πικρίας, ἄν καί τά μάθαινα ὅλα.
     Αὐτήν τήν φορά ὅμως ἔπεσε στά πόδια μου καί μοῦ λέει:
    - Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ μου, γιά τ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου, γιατί πολλά καί φοβερά ξεστόμισα ἐναντίον σου.
     Κι ἐγώ, ἀφοῦ τόν φίλησα μέ θέρμη, τοῦ ἀποκρίθηκα χαριτολογώντας:
    - Θυμᾶται ἡ ὁσιότης σου τό λόγο πού μοῦ εἶπες κάποτε; Ἄς γνωρίζει λοιπόν ἡ καρδιά σου, ὅτι τίποτα δέν μοῦ ξέφυγε ἀπ᾿ ὅσα εἶπες. Ὅλα τά ἔμαθα· καί ποῦ, καί σέ ποιούς τά εἶπες. Δέν εἶπα ὅμως ποτέ ὅτι δέν εἶναι ἔτσι, οὔτε μ᾿ ἔπεισε κανείς νά πῶ κακό λόγο γιά σένα. Οὔτε παρέλειψα ποτέ νά σέ μνημονεύω στίς προσευχές μου. Καί θά σοῦ ἀναφέρω μιά ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μου: Κάποτε πόνεσε πολύ τό μάτι μου. Τότε σ᾿ ἔφερα στόν νοῦ μου καί σταυρώνοντάς το, εἶπα: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, μέ τίς εὐχές τοῦ ἀδελφοῦ, θεράπευσέ με’’. Καί, ὦ τοῦ θαύματος!, ἀμέσως γιατρεύτηκα!»...