Ἀπόψε θά ’ρθω, Κύριε…
Ἀπόψε θά ’ρθω Κύριε, ἀπόψ’ ἀργὰ τὸ βράδυ
σὰν τὸ Νικόδημο θἀρθῶ στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι.
Θέλω νὰ πῶ τὸν πόνο
μου, θέλω νὰ σοῦ μιλήσω,
Ἀργὰ θὲ νἄρθω, Κύριε, ὄχι γιατὶ
φοβοῦμαι
τοὺς φαρισαίους τοὺς κακούς. Μὰ
πρέπει, συλλογοῦμαι,
τ᾿ ἀνήσυχα παιδιά, τὶς ἔγνοιες τῆς
ψυχῆς μου πρῶτα νὰ κοιμήσω,
μὲ καθαρὸ «χιτῶνα» νὰ ντυθῶ κι ὕστερα
νὰ κινήσω.
Καὶ θέλω σταυροποδητὰ νὰ κάθωμαι κοντά
Σου,
γλυκὲ Ραββί, νὰ σὲ ρωτῶ καὶ τὴ σεμνὴ
ματιά Σου
καὶ τὴ λαλιὰ τὴν ὄμορφη περίσσια νὰ
χορταίνω
κι ἀφήνοντας δρόμους παληούς,
καινούργιους νὰ μαθαίνω.
Σήκω, ψυχή, ξεκίνησε κι᾿ εἶναι
φτασμέν᾿ ἡ ὥρα·
κοντεύουν τὰ μεσάνυχτα… προχώρα πλειά,
προχώρα
καὶ ξάγρυπνη ν᾿ ἀκοῦς καὶ νὰ ρωτᾶς καὶ
νὰ μαθαίνης·
Ἀπόψε θά ᾿ρθω, Κύριε, καὶ νὰ μὲ
περιμένης.
[Ποίημα τοῦ μακαριστοῦ
Μητροπολίτου Κισάμου & Σελίνου Εἰρηναίου (Γαλανάκη) 1911-2013.]