Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Λόγῳ Μεγ. Σαρακοστῆς καὶ Πάσχα;



Λόγῳ Μεγ. Σαρακοστῆς καὶ Πάσχα;

Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*

   Δυὸ εἶναι τὰ ἄκρα ὡς πρὸς τὴν μετοχὴ τῶν χριστιανῶν στὴν θεία Κοινωνία. Τὸ ἕνα ἄκρο: Νὰ μὴ προσέρχονται. Μέχρι πρὶν ἀπὸ ἑξήντα περίπου χρόνια ἐπικρατοῦσε στὴν χώρα μας ἡ κακὴ «παράδοσις», νὰ κοινωνοῦν μόνο τρεῖς ἢ τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο! Εἶχαν ἄγνοια οἱ πολλοί. Δὲν ζοῦσαν τὴν θεία Κοινωνία ὡς καθημερινὴ τροφή, κατὰ τό: «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον». Ἄλλοι δέ, ἐκκλησιαστικώτεροι αὐτοί, εἶχαν σύγχυση ὡς πρὸς τὴν σχέση θ. Κοινωνίας καὶ νηστείας. Δὲν κοινωνοῦσαν τακτικά, διότι δὲν μποροῦσαν νὰ τηρήσουν νηστεῖες, ποὺ δὲν καθορίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ἀκόμα καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, μέχρι τὸ 1970 περίπου, δὲν μετελάμβαναν οἱ μοναχοὶ τὴν Κυριακὴ ἡμέρα, ἐπειδὴ τὴν προηγουμένη, τὸ Σάββατο, εἶχαν γευτεῖ φαγητὸ μὲ λάδι! 
   Ξεπεράστηκαν οἱ προκαταλήψεις καὶ οἱ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις. Παντοῦ τώρα, σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς ναούς, ἔχουμε πιστούς, ποὺ κοινωνοῦν τακτικά.
   Εἶναι βέβαια λίγοι σὲ σύγκριση μὲ τὰ πλήθη τῶν «ὀρθοδόξων», ποὺ ἔχουν συνδυάσει τὴν θεία Κοινωνία μὲ κάποια ἡμερομηνίαμεγάλη γιορτή. Ἔτσι παρατηρεῖται, πρὶν τὶς μέρες τοῦ Πάσχα, νὰ εἰσορμοῦν στίφη χριστιανῶν στοὺς ναούς, ἀπαιτῶντας νὰ κοινωνήσουν, εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε!
Οἱ δὲ εὐλαβεῖς λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας ζοῦν κυριολεκτικὰ ἕνα συνειδησιακὸ μαρτύριο.
   Πότε ἆραγε θὰ ἀποσπαστεῖ ἡ μετοχὴ στὸ Ποτήριο τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἐθιμοτυπία μερικῶν μεγάλων γιορτῶν; Ξέρουμε πόσο δύσκολο εἶναι, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἔθιμο, ποὺ κρατάει ἀπὸ τὰ χρόνια ἀκόμα τῶν μεγάλων Πατέρων. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πολλοὺς ὁρῶ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ μετέχοντας ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, καὶ συνηθείᾳ μᾶλλον καὶ νόμῳ, ἢ λογισμῷ καὶ διανοίᾳ. Ἂν ἐπιστῇ, φησίν, ὁ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς καιρός, οἷος ἐὰν ᾖ τις, μετέχει τῶν μυστηρίων, ἂν ἐπιστῇ τῶν Ἐπιφανίων ἡ ἡμέρα. Καίτοι καιρὸς προσόδου οὐκ Ἐπιφάνια οὐδὲ Τεσσαρακοστή, ἀλλὰ ψυχῆς εἰλικρίνεια καὶ καθαρότης. Μετὰ ταύτης ἀεὶ πρόσιθι, χωρὶς ταύτης μηδέποτε.» (Ε.Π.Ε. 20, 484). Μ ε τ ά φ ρ α σ η: Βλέπω πολλοὺς νὰ συμμετέχουν στὴν κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὅπως ἔτυχε, ἀπὸ συνήθεια περισσότερο καὶ γιὰ τὸ νόμο, παρὰ μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά. Λένε: Ἂν ἔρθει ὁ καιρὸς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, σὲ ὅποια κατάσταση καὶ ἂν βρίσκεται κάποιος, μπορεῖ νὰ συμμετέχει στὰ μυστήρια. Τὸ ἴδιο ὅταν ἔρθει ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι ὁ καιρός, δηλαδὴ ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἢ ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ποὺ καθιστᾶ τοὺς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ προσέρχονται στὰ μυστήρια, ἀλλ᾿ ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Μὲ τέτοια ψυχὴ νὰ προσέρχεσαι πάντα. Χωρὶς αὐτὴν οὐδέποτε.
   Γιὰ ὅσους ἀγνοοῦν, ὅτι στὴν λειτουργικὴ σύναξη προσερχόμαστε κυρίως γιὰ τὴν «κλάση τοῦ Ἄρτου» (Πράξ. β΄ 42), γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ λειτουργοῦ «Προσέλθετε», ἰσχύουν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας. Ἐκεῖνος προσφέρει καὶ προσφέρεται. Στὰ καθοριστικά Του λόγια γιὰ τὴν συνεχῆ μετοχή μας στὴν θεία Κοινωνία, τονίζει: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ΄ 54-56).
   Οἰκονόμησε ὁ Χριστὸς τὸν τρόπο «διηνεκοῦς» ἑνώσεως μαζί Του: Νὰ κοινωνοῦμε συνεχῶς. Ὁρισμένοι (λίγοι εὐτυχῶς πνευματικοί), ὡς ἄλλοι τροχονόμοι, καθορίζουν προθεσμίες καὶ χρονικὰ διαστήματα. Σαφὴς ὁ λόγος τοῦ Χρυσοστόμου: «Εἶσαι ἕτοιμος; Κάθε μέρα θὰ κοινωνεῖς. Δὲν εἶσαι ἕτοιμος; Οὔτε τὸ Πάσχα».
   Καὶ ἐδῶ βρίσκεται τὸ ἄλλο ἄκρο. Πολλοὶ βλέπουν τοὺς πιστοὺς νὰ προσέρχονται τακτικὰ στὴν θ. Κοινωνία, καὶ τούς… ἀκολουθοῦν! «Γιατί νὰ μὴ κοινωνήσω καὶ ἐγώ;». Φυσικὰ καὶ σὺ νὰ κοινωνήσεις. Ὁ Χριστὸς προσφέρεται ὅλος γιὰ ὅλους. Ἀλλὰ μὲ τὴν δέουσα προετοιμασία.
          Δὲν κοινωνοῦμε γιατὶ εἴμαστε ἄξιοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι. Δὲν κοινωνοῦμε γιατὶ εἴμαστε ἅγιοι, ἀλλὰ γιατὶ θέλουμε νὰ γίνουμε ἅγιοι. Κοινωνοῦμε, ἀφοῦ καθαρίσουμε, ὅσο γίνεται καλύτερα τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖ τὸν Κύριο. Ἂν τὸ χωρίο «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα…» μᾶς ὠθεῖ σὲ μετοχή, ἕνα χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς ὠθεῖ σὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία. Λέει: «Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει» (Α΄ Κορ. ια΄ 28-29).
   Νὰ κοινωνοῦμε, ναί, ἀλλὰ σωστὰ προετοιμασμένοι. Μὲ μετάνοια καὶ εὐλάβεια. Ἂς ἀκούσουμε καὶ ἐδῶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Πᾶσιν ἓν σῶμα πρόκειται, καὶ ποτήριον ἕν. Καὶ ἐν ταῖς εὐχαῖς δὲ πολὺ τὸν λαὸν ἴδοι τις ἂν συνεισφέροντα. Καὶ γὰρ ὑπὲρ τῶν ἐνεργουμένων, ὑπὲρ τῶν ἐν μετανοίᾳ, κοιναὶ καὶ παρὰ τοῦ ἱερέως, καὶ παρ᾿ αὐτῶν γίνονται εὐχαί, καὶ πάντες μὲν λέγουσιν εὐχήν, εὐχὴν τοῦ ἐλέους γέμουσαν. Πάλιν ἐπειδὰν εἵρξωμεν τῶν ἱερῶν περιβόλων τοὺς οὐ δυναμένους τῆς ἱερᾶς μετασχεῖν τραπέζης, ἑτέραν δεῖ γενέσθαι εὐχήν, καὶ πάντες ὁμοίως ἐπ᾿ ἐδάφους κείμεθα καὶ πάντες ὁμοίως ἀνιστάμεθα. Ὅταν εἰρήνης πάλιν μεταλαμβάνειν καὶ μεταδιδόναι δέῃ, πάντες ὁμοίως ἀσπαζόμεθα» (Ε.Π.Ε. 19, 486). Μ ε τ ά φ ρ α σ η: Τὸ ἴδιο Σῶμα βρίσκεται μπροστὰ σὲ ὅλους, τὸ ἴδιο, τὸ ἕνα ποτήριο. Καὶ στὶς προσευχὲς βλέπει κανείς, ὅτι ὁ λαὸς συμμετέχει πολύ. Διότι προσεύχονται καὶ γιὰ ὅσα γίνονται, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἁμαρτωλούς, τόσο ὁ ἱερέας, ὅσο καὶ ὁ λαός. Καὶ ὅλοι λένε τὴν ἴδια προσευχὴ γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός. Καὶ ὅταν πρόκειται νὰ κοινωνήσουμε, ἀνάξιοι ὄντες, ἄλλη πρέπει νὰ κάνουμε προσευχή. Ὅλοι μαζὶ γονατίζουμε στὸ ἔδαφος καὶ ὕστερα σηκωνόμαστε ὄρθιοι. Ὅταν ἐπίσης πρόκειται νὰ μεταλάβουμε, ὅλοι ἀνταλλάσσουμε ἀσπασμούς.
   Προσοχὴ στὰ δυὸ ἄκρα: Οὔτε ἀδιαφορία γιὰ τὴν θεία Κοινωνία, οὔτε καταφρόνηση τῆς ἱερότητας τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς τρομακτικῆς μας εὐθύνης.
   Οἱ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων, διότι εἶναι ἐμπιστευμένοι στὴν διακονία τῆς χάριτος. Δὲν εἶναι οἰκονόμοι, γιὰ νὰ κάνουν… οἰκονομίες, ποὺ ἀφήνουν ὁποιονδήποτε νὰ τρέχει τὴν Μεγάλη Πέμπτη ἢ τὸ Μεγάλο Σάββατο ἢ τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα πρὸς τὸ ἅγιο Ποτήριο! Δὲν οἰκονομοῦν τὸ «εἰς κρῖμα καὶ εἰς κατάκριμα». Δὲν οἰκονομοῦν τὴν ἀπώλεια «ἐκ τοῦ ἀναξίως μεταλαμβάνειν».
   Ἔγκαιρη διαφώτιση τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὸν λειτουργὸ τῆς Ἐκκλησίας προλαβαίνει ἀνεπιθύμητες καταστάσεις. Ὅσοι ἀναβάλλουν τὴν θεία Κοινωνία τοῦ Πάσχα, ἐπειδὴ δὲν ἐξομολογήθηκαν, αὐτοὶ ἔχουν τόσες Κυριακὲς μπροστά τους. Μποροῦν, σωστὰ ἑτοιμασμένοι, νὰ κοινωνήσουν. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ κοινωνεῖ ὁ πιστός, κάνει Πάσχα. Ἐνῶ τὸ Πάσχα, ποὺ κοινωνεῖ μὲ ἀσέβεια, γίνεται κόλαση!


*[Περιοδικὸ «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», τεῦχ. 553, Ἀπρίλιος 2011, σ. 56-57.]